Σαν σε όνειρο...

Τα πάντα ήταν θολά... Σαν σε όνειρο, ένιωθε το κορμί του να τον εγκαταλείπει και τα πόδια του αδύναμα να λυγίζουν . Πριν αισθανθεί το σκληρό πάτωμα να συγκρούεται επάνω του, δυο χέρια γεμάτα ζεστασιά τον συγκράτησαν και με μεγάλη προσπάθεια τον έσυραν σε μια απόμερη γωνιά και άκουσε μια πόρτα να κλείνει πίσω του, απομακρύνοντάς τον από τον ήχο των βημάτων της ανατριχιαστικής λεγεώνας. Η λεγεώνα... Ξαφνικά τινάχτηκε επάνω και ένα νέο κύμα ζαλάδας τον καθήλωσε στο στρώμα όπου τον είχαν ξαπλώσει.

- Μη σηκώνεσαι... Πρέπει να συνέλθεις πρώτα... Τα δυο ευγενικά χέρια τον έσπρωξαν απαλά πίσω.
- Εσύ... 
Ήταν η κοπέλα για την οποία βρέθηκε σε αυτή την παράξενη αναζήτηση...
- Πως βρέθηκες εδώ; Δε καταλαβαίνεις οτι κινδυνεύεις; Αρκετοί έμπλεξαν σε αυτή την υπόθεση...

Η φωνή της μαρτυρούσε τη κούραση και την απελπισία αναμεμειγμένα  με φόβο. Δε την είχε δει παρά μόνο μια φορά αλλά τα λόγια που διάβασε στο χαρτί τον έκαναν να την αναζητήσει και ίσως... να τη σώσει. Δεν ήξερε πολλά για αυτή την μυστήρια υπόθεση, ήξερε όμως ότι έπρεπε κάποιος να τη σώσει... 
- Άφησες κάτι πίσω σου φεύγοντας της είπε και βάζοντας το χέρι του στη τσέπη του σακακιού του εμφανίζει το ταλαιπωρημένο σημείωμα με τα γαλαζοπράσινα γράμματα, το ίδιο χρώμα με τα μάτια της Ισιδώρας και τι παράξενο... το ίδιο χρώμα με τα δικά της μάτια...

Η κοπέλα το έπιασε και κρατώντας το σαν πολύτιμο εύθραυστο θησαυρό σήκωσε το βλέμμα της στο δικό του μόνο για μια στιγμή και μετά έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν λυτρωτικά. Άρχισε να μιλά μονότονα συγκρατώντας με δυσκολία το πόνο που πρόδιδε η φωνή της.
"Γνωριστήκαμε σε μια πολύ τρυφερή ηλικία... Η κοινή μας μοίρα μας έδεσε... Αχώριστοι για χρόνια πλέκαμε το μέλλον μας με χρυσές κλωστές μη γνωρίζοντας ότι κάποιοι άλλοι κινούσαν τα νήματα της ζωής μας... Έπρεπε να μάθω από που προέρχομαι! Τόσα χρόνια στο ίδρυμα ονειρευόμουν τη στιγμή που θα την έβρισκα, για να τη ρωτήσω: Γιατί; Δεν έπρεπε ποτέ να τους εμπιστευτώ! Μου το έλεγε, με παρακαλούσε να τα παρατήσουμε όλα και να φύγουμε, μα εγώ φάνηκα εγωίστρια! Μου ζητούσε μια ανάσα και εγώ προκάλεσα το χαμό του για πάντα... "

Η φωνή της ξεψυχισμένη ράγισε στη τελευταία φράση "...για πάντα" 
"Όχι!" φώναξε ξαφνικά με μια δύναμη που δε φανταζόταν οτι υπήρχε μέσα της. "Δε θα συνεχίσω να τον προδίδω! Αυτό δε θα μείνει έτσι, ο χαμός του δε θα είναι για το τίποτα, του χρωστάω μια ανάσα! Θα πληρώσουν!"

Ο Μιχάλης αντίκρισε μπροστά του ένα πλάσμα που μέσα σε λίγα λεπτά είχε βγάλει φτερά και γαλαζοπράσινες φλόγες σιγόκαιγαν μέσα στα μάτια της, έτοιμα να κάψουν κάθε εμπόδιο που έμπαινε στο δρόμο της... Συγκίνηση πλημμύρισε τα σωθικά του για το αποφασιστικό κορίτσι... Ενοχές ένιωσε να σφίγγουν τη καρδιά του... Ίσως ... αν είχε μιλήσει στο παλικάρι, αν τολμούσε όπως είχε σκεφτεί τόσες φορές να μάθει τι τον βασάνιζε να ήταν τώρα εδώ, ίσως...

- Κι εγώ μαζί σου κορίτσι μου! είπε με μια ανάσα. Το γέρικο κορμί του φιλοξενούσε μια αγέρωχη καρδιά, κι ας κύλησε η ζωή απ'τα χέρια του ανεκμετέλλευτη σα νεράκι.
- Όχι κι εσύ, δε θα το βαστάξει η συνείδησή μου. Ήδη τους έχεις τραβήξει τη προσοχή. Γύρνα πίσω στο καφενείο σου. Κάνε ότι κάνεις πάντα. Μη ρωτάς, μη κοιτάς κανέναν. Προστάτεψε τον εαυτό σου, όπως θα ήθελες να προστατέψεις εμένα... 
Λέγοντας τα τελευταία λόγια, στράφηκε προς τη πόρτα έτοιμη να χαθεί.
- Περίμενε! Δε ξέρω ούτε το όνομά σου!
Χαμογέλασε πικρόχολα.
- Το ονομά μου κουβαλάει τη μοίρα μου σαν οιωνός που περιμένει να εκπληρωθεί. Με λένε...