Η αλήθεια του τέλους

Όλοι μαζί στέκονται στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματος της οδού Αγάπης 33. Χαίρονται που είναι όλοι καλά και προπαντός ζωντανοί. Η σκέψη τους πάει στην Νάντια που τόσο άδικα χάθηκε. Κοιταζόντουσαν σαν να περίμεναν κάποιος να τους πει όλη την αλήθεια. Ένοιωθαν πως το τέλος είχε φτάσει. Το τέλος για αυτούς ή για την Λεγεώνα; Μα τι ήταν αυτοί μπροστά της. Ασήμαντα πιόνια στο παιχνίδι της. Αν δεν είναι αυτοί, τότε θα είναι κάποιοι άλλοι. Απλοί στρατιώτες. 

Κάθονται όλοι και τοποθετούν την μαύρη βαλίτσα στο τραπεζάκι. Κανείς δεν κάνει την κίνηση να την ανοίξει. Είναι τόσα ακόμα τα ερωτήματα ακόμα και χωρίς αυτήν. 
Ποιος ήταν αυτός ο νεαρός που τους την έδωσε και γιατί;
Έπρεπε να τον εμπιστευτούν;
Αν ήταν από τους άλλους;

Σκέψεις περνούσαν με ιλιγγιώδης ρυθμούς από ολονών τα μυαλά. Κανείς όμως δεν τολμούσε να τις ξεστομίσει. Κρύος ιδρώτας τους έλουζε και μια ταχυπαλμία που θαρρείς συντόνιζε τις καρδιές τους που ήταν έτοιμες να εκραγούν.
Και ξαφνικά...

Μα ποιος είναι στην πόρτα;
Ένα ρίγος τους διαπέρασε, η σκέψη τους σκόρπισε και η καρδιά τους σταμάτησε στο άκουσμα του κουδουνιού. Πριν προλάβουν να κοιταχτούν η Μάρθα σαν ελατήριο σηκώθηκε και με κινήσεις γρήγορες, αλλά αθόρυβες κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Ο Ανέστης προσπάθησε να την εμποδίσει μα μάταια. 

- Είναι ένας άντρας... είπε με τα μάτια γουρλωμένα.

Ο κυρ Μιχάλης ανασηκώθηκε και με το χέρι του να κρατά τα τραύματά του κατευθύνθηκε μέχρι την πόρτα. Ένας δεύτερος χτύπος του κουδουνιού του έκοψε τα πόδια και τον έκανε να κοντοσταθεί για λίγο. Αναθάρρεψε και κοίταξε από το ματάκι.
Μα ήταν αυτός... 
- Μα για κάτσε... μονολόγησε. Τα μάτια του γέμισαν απορία. Ήταν ο νεαρός που έρχονταν στο καφενείο του στην αρχή ή είναι ο....

Έκατσε λίγο στην καρέκλα δίπλα του. Ένας τρίτος χτύπος του κουδουνιού τους επιβεβαίωσε ότι ο άντρας που στεκόταν έξω από την πόρτα τους ήξερε ότι είναι μέσα. Το θέμα ήταν αν είναι φίλος ή εχθρός. Αν και λίγη σημασία είχε πια. Έπρεπε να του ανοίξουν.

Όλοι κοιτούσαν τον κυρ Μιχάλη που καθόταν σκεφτικός στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα. Ζητούσαν μια απάντηση.

- Ανοίξτε του... είπε δυνατά. 

Και με μια αποφασιστική κίνηση όρμισε, γύρισε το πόμολο της πόρτας και άφησε τον νεαρό άντρα να μπει μέσα στο δωμάτιο.

Ο άντρας με ένα παγωμένο χαμόγελο περπάτησε μέσα στο δωμάτιο. Η Ελπίδα μόλις τον είδε έτρεξε στην αγκαλιά του. Δεν άργησε να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ζούσε. Μα γιατί όμως τόσο καιρό σιωπή; Ο Ανέστης κοιτούσε παγωμένος και πνιγμένος στην ζήλια. Δεν ήταν δική του, αλλά δεν ήθελε να είναι κανενός. Ήταν ο Φώτης... Ήταν ο νεαρός που είχε εξαφανιστεί, αυτός που νοίκιαζε το διαμέρισμα, αυτός που...

- Κυρ Μιχάλη θα καταλάβατε βέβαια ποιος είμαι; τον ρώτησε χαμογελώντας.

Ο κυρ Μιχάλης έξυσε αφηρημένα το κεφάλι του. Τα είχε τόσο μπερδεμένα. Και ο πόνος απ΄τις πληγές τους δεν τον βοηθούσε καθόλου. Σκέφτεται. Είναι ο ίδιος άντρας που με φυγάδευσε από το νοσοκομείο. Μα πως είναι δυνατόν να μην τον αναγνώρισα τότε; Πως είναι δυνατόν να μην αναγνώρισα πως ο άντρας που με έσωσε, ήταν ο χλωμός νεαρός που ερχόταν στο καφενείο μου και μετά εξαφανίστηκε;

- Είσαι εσύ... ήσουν στο καφενείο μου, αλλά ήσουν και στο νοσοκομείο, του είπε σχεδόν τρέμοντας.

Ο Φώτης έκατσε στο κέντρο του γωνιακού καναπέ και τράβηξε προς το μέρος του τον χαρτοφύλακα.

- Δεν τον ανοίξατε βλέπω. Θα έχετε απορίες. Απόψε θα σας λυθούν όλες.

Ανοίγοντας τον χαρτοφύλακα και βγάζοντας κάποια χαρτιά ξεκίνησε να τους εξιστορεί την αλήθεια.

- Εξαφανίστηκα. Όχι επειδή δεν σας αγαπώ ή επειδή έπαθα κακό, είπε κοιτάζοντας την Ελπίδα. Αυτή χαμογέλασε σχεδόν ερωτικά και έκανε την καρδιά του Ανέστη να σφιχτεί.
- Εξαφανίστηκα επειδή βρήκα τους γονείς μου. Τους είχα βρει χρόνια πριν δηλαδή αλλά δεν έπρεπε να πω τίποτα σε κανέναν. Απορία γέμισε όλων τα μάτια. Κρέμονταν από τις λέξεις του.
- Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πριν χρόνια λοιπόν, εντελώς τυχαία μέσα στο μετρό, είδα έναν άντρα που μου έμοιαζε καταπληκτικά, μόνο που ήταν περίπου 15 χρόνια μεγαλύτερός μου. Με κοίταξε και αυτός. Και έτσι όπως κοιταζόμασταν στα μάτια, ξέραμε... Ήταν ο πατέρας μου. 
Πήγα του μίλησα και τελικά αποδείχτηκα πως είχα δίκαιο. Οι λόγοι που βρέθηκα στο ορφανοτροφείο οι γνωστοί. Καρπός νεανικού έρωτα που η κοινωνία δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Η ειρωνεία της τύχης όμως ήταν ότι τελικά οι γονείς μου έπειτα, μόλις ενηλικιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια. Όμως δυστυχώς έχασαν τα ίχνη μου διότι η Λεγεώνα μας μετέφερε σε άλλο ορφανοτροφείο. 
Ο πατέρας μου ήταν και είναι αστυνομικός. Μόλις του εξήγησα τον τρόπο που δρουν αποφάσισε να με βοηθήσει. Αλλά τι να σου κάνει ένας απλός αστυνομικός. Ο διοικητής του μίλησε με κάποιον από την Ιντερπόλ και έτσι έστειλαν τον σύνδεσμό τους στην Ελλάδα για να βοηθήσει να εξαρθρωθεί η οργάνωση αυτή. 
Για χρόνια μαζεύαμε στοιχεία, ότι τους έδινα εγώ και ότι ανακάλυπτε ο Φράνς ψάχνοντας στα αρχεία των ορφανοτροφείων, στα ληξιαρχεία, στα μαιευτήρια. Έπειτα στάλθηκαν και σε άλλες πόλεις κρυφοί της Ιντερπόλ και η προσπάθεια άρχισε να οργανώνετε. Μερικά από αυτά τα στοιχεία βρίσκονται φωτοτυπημένα μέσα σε αυτήν εδώ την τσάντα. Σας τα έδωσα ώστε να καταλάβετε πως δεν είστε μόνοι σας και ότι το τέλος της Λεγεώνας πλησιάζει. Ήδη έχουν συλληφθεί κάποιοι και ανακρίνονται. Όσο για σας μη φοβάστε. Έχετε μπει, όπως κι εγώ δηλαδή σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Θα βοηθήσετε στην δίκη ώστε να καταδικαστούν. Το κακό είναι όμως πως θα πρέπει να αφήσουμε την Αθήνα. Μας έχουν νοικιάσει σπίτια για όλους σε κάποιο νησί. Είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε. Αλλιώς δεν θα μπορούν να μας προστατεύσουν.

Το κάθε μυαλό μέσα στο δωμάτιο σκεφτόταν διαφορετικά. 
Η Ελπίδα ανακουφισμένη σκεφτόταν μια ζωή πλάι στον αγαπημένο της Φώτη. Κάτι παρόμοιο σκεφτόταν και ο Φώτης. Ερωτευμένοι για χρόνια που όμως οι καταστάσεις δεν τους επέτρεπαν ούτε ρομάντζα, ούτε καν ερωτικές εξομολογήσεις.
Ο κυρ Μιχάλης σκεφτόταν το καφενείο του, αλλά χαιρόταν που επιτέλους θα ήταν μαζί με την Ισιδώρα. 
Η Ισιδώρα έβλεπε την ευκαιρία να κερδίσει ξανά την κόρη της. Το μόνο που έμενε ήταν να της το ομολογήσει πως ήταν η μητέρα της.
Η Μάρθα ανακουφισμένη αλλά βαθιά ενοχική σκέφτηκε πως θα προσπαθήσει να κάνει τα πάντα για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες της. 
Και ο Ανέστης; Ο Ανέστης μόνος... ένοιωθε πως η Ελπίδα δεν θα ήταν τελικά η ελπίδα του. Το ένιωθε. Έβλεπε τον έρωτά της για τον Φώτη. Μελαγχόλησε. Αλλά μια νέα αρχή τον περίμενε. Που ξέρεις... ίσως και ένας νέος έρωτας.

Η ζωή είναι μια μάχη. Μια μάχη με τον εαυτό μας. Μια μάχη να μην χαθούμε από την ανθρωπιά μας, από τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Μια μάχη για να αγαπάμε περισσότερο. 
Κάθε μέρα πρέπει να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι. Να μην μολύνουμε αυτόν τον τόπο με την παρουσία μας. Να μπορούμε να ανθίζουμε ακόμα και μέσα στην άμμο, να βλέπουμε ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, να ελπίζουμε ακόμα και μπροστά στο στερνό φιλί.
Όσο αντίξοες και να είναι οι συνθήκες που ζούμε πρέπει να παλεύουμε για την αγάπη. Γιατί ο πόλεμος για την αγάπη είναι ο μόνος πόλεμος που και οι δύο πλευρές είναι κερδισμένες.

ΤΕΛΟΣ

πηγή