Η αρχή του μυστηρίου

Ήταν Νοέμβρης, μέρα βροχερή. Τετάρτη. Απ΄ αυτές που σε κάνουν να μην θες να κάνεις τίποτα. Το κρύο είχε αρχίσει να το τσούζει. Ο κυρ Μιχάλης μόλις είχε ανοίξει τον καφενέ. Τα τραπεζάκια έξω μοιάζουν ερημικά αφού εγκαταλείφτηκαν από τους πελάτες του καλοκαιριού. Είναι φθινόπωρο και όλοι αναζητούν την ζεστασιά του εσωτερικού χώρου. 
  
Ο κυρ Μιχάλης σκούπισε σχολαστικά τα τελευταία ξερά φύλα που είχαν πέσει απ΄ την κρεβατίνα. Καθάρισε τα τραπέζια. Δεν έχει σημασία που κανείς δεν τα καταδέχονταν πια. Τιμής ένεκεν για τις στιγμές της καλοκαιρίας. 

Μέσα στο καφενείο η υγρασία ήταν αισθητή. Ο κυρ Μιχάλης άναψε την σόμπα. Πάντα καθάριζε από βραδύς. Ήθελε να πίνει κατευθείαν τον καφέ του. Να μην έχει στο νου του καθαριότητες και ετοιμασίες. Έβαλε μουσική, άνοιξε τις μηχανές, μια γρήγορη επιθεώρηση με το ξεσκονόπανο μπας και του ξέφυγε κάτι το προηγούμενο βράδυ και ο βαρύς γλυκός του ήταν έτοιμος.

Έκατσε σε μια καρέκλα που είχε μονίμως δίπλα στη σόμπα. Με ένα μαξιλαράκι καλυμμένο από μια παλιά, καθαρή δαντέλα. Η καρέκλα του κυρ Μιχάλη. Δεν καθόταν κανείς εκεί. Όλοι το ξέραν. Όχι ότι τους το είχε επιβάλει ο ιδιοκτήτης. Αλλά έτσι… 

Αν και ήταν πολύ πρωί ακόμα, ούτε τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει, η ξύλινη μπλε πόρτα του καφενέ άνοιξε. Αν και απόρησε για μια στιγμή, καλημέρισε πρόσχαρα τον νεαρό που φάνηκε μπροστά του. 

Ο νεαρός, γύρω στα 30, έκατσε σε μια άκρη με την πλάτη του προς την τζαμαρία. Το πρόσωπό του χλωμό, τα ρούχα του παλιά, πολυφορεμένα. Ένα σημάδι κίτρινο ανάμεσα στα δυο δάχτυλα μαρτυρούσε το πόσο δεινός καπνιστής ήταν. Το βλέμμα του κενό και ψυχρό. Σαν τον καιρό που κρύωνε τις ψυχές των ανθρώπων. Έβγαλε για λίγο τα γυαλιά του, τα καθάρισε απ΄ τις στάλες της βροχής. Έριξε μια κλεφτή ματιά προς τα έξω και τα ξαναέβαλε. Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα. Δεν τον ακούμπησε στην διπλανή καρέκλα. Τον είχε ακουμπισμένο στα πόδια του και τον κρατούσε. 

- Τι θα πάρετε, τον ρώτησε γλυκά ο κυρ Μιχάλης.
- Ένα φραπέ σκέτο αχτύπητο, αποκρίθηκε αυτός. Ο νεαρός φαινόταν νευρικός. Συνεχώς κοιτούσε προς την πόρτα. Φαινόταν πως κάποιον περίμενε. 

Η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μπήκε στον καφενέ. Ήταν γύρω στα 40. Όμορφα ντυμένος στα μαύρα με ένα ακριβό κουστούμι. Τα μαλλιά του γκρίζα, καθαρά και καλοχτενισμένα. Η όψη του σίγουρη και αυστηρή. Κρατούσε και αυτός έναν χαρτοφύλακα. Ο νεαρός σφίχτηκε μόλις τον αντίκρισε. Η θωριά του άντρα τον επισκίασε. Φαινόταν τόσο μικρός και αβοήθητος μπροστά του. 

- Πάτροκλος; τον ρώτησε
- Αχιλλέας, του απάντησε.
Μα τι περίεργα ονόματα σκέφτηκε ο κυρ Μιχάλης. Και αυτοί οι δύο άντρες τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους; Φαινομενικά έμοιαζαν ανόμοιοι και παράταιροι.  

Ο άντρας του άφησε τον χαρτοφύλακα στο τραπέζι. Ο καφές του νεαρού αναταράχτηκε και χύθηκε λίγο στο τραπεζάκι. Ο κυρ Μιχάλης έκανε ένα βήμα με το πανί για να το καθορήσει. Ο άντρας τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του τον έκανε να κάνει πίσω. Ξανακοίταξε τον νεαρό με προστακτική ματιά. Ο νεαρός του έδωσε τον δικό του χαρτοφύλακα και τοποθέτησε στην θέση του τον άλλον που του έδωσε ο άντρας.Ο άντρας χωρίς δεύτερη κουβέντα έφυγε.

Ο νεαρός έκατσε για κάποια δευτερόλεπτα σαν να αναρωτιόταν τι να συνέβη. Σαν να είχε άγνοια της κατάστασης. Ο καφές του ανέγγιχτος. Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι, σηκώθηκε και έφυγε.

Ο κυρ Μιχάλης έπεσε σε περισυλλογή. Τι ήταν αυτό που μόλις συνέβη; Τι ήταν αυτό που τάραξε την συνηθισμένη ησυχία του καφενέ; Με την δουλειά το ξέχασε. Θεώρησε ότι ήταν κάτι περιστασιακό. Μέχρι που την επόμενη Τετάρτη συνέβη ακριβώς το ίδιο. Και όλες τις επόμενες Τετάρτες.

Αυτό συνεχίστηκε για περίπου δύο μήνες. Όσο και να προσπαθούσε ο κυρ Μιχάλης να πιάσει κουβέντα με τον νεαρό, τόσο αυτός το απέφευγε. Δεν δεχόταν καν να του κεράσει τον καφέ. Και έπλεκε με το μυαλό του σενάρια συνωμοσίας και φαντασίας. Τι να ήταν άραγε αυτοί οι δύο άντρες; Και τι τους συνέδεε; Φαινόταν ότι έκαναν ένα είδος δουλειάς μεταξύ τους. Αλλά τι δουλειά ήταν αυτή; Πολύ περίεργο.

Και εκεί που η περιέργειά του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα μια Τετάρτη ο νεαρός δεν εμφανίστηκε. Από την μια ο κυρ Μιχάλης ανακουφίστηκε. Δεν ήθελε ύποπτα πράγματα στο μαγαζί του. Απ΄ την άλλη ένοιωσε μια ανησυχία για τον άγνωστο νεαρό. Πριν προλάβει να σκεφτεί όλα αυτά η πόρτα άνοιξε και ο άντρας με τα μαύρα μπήκε στο καφενέ με τον χαρτοφύλακα στα χέρια. Το βλέμμα του έψαξε τον χώρο. 

- Δεν ήρθε σήμερα, του είπε ο κυρ Μιχάλης και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Τι ήθελε και ανακατεύτηκε; Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Σαν να είχε εμπλακεί και αυτός σε αυτά τα άγνωστα και ύποπτα σχέδιά τους. 

Ο άντρας έκλεισε πίσω τους την πόρτα και στάθηκε για λίγο στο πεζοδρόμιο. Έβγαλε το κινητό του και κάποιον κάλεσε. Κάτι είπαν και έφυγε.

Οι μέρες περνούσαν και τίποτα ανεξήγητο δεν είχε συμβεί στο μικρό καφενείο. Όλα έμοιαζαν ότι επέστρεψαν στην καθημερινότητα τους.

Ήταν Μάης. Μέρα ηλιόλουστη και ζεστή. Απ΄ αυτές που σε κάνουν να μην θες να κάτσεις σπίτι. Ο κυρ Μιχάλης μόλις είχε ανοίξει τον καφενέ και τακτοποιούσε τον έξω χώρο πριν πιει τον πρωινό του καφέ. Ήταν πολύ πρωί ακόμα, ούτε τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει. 

Μια όμορφη κοπέλα με γλυκό αλλά χλωμό πρόσωπο, απλά ντυμένη, κάθισε στην άκρη του καφενέ. Στα πόδια της ακούμπησε τον χαρτοφύλακα που κρατούσε.
- Ένα φραπέ σκέτο αχτύπητο παρακαλώ…