Η νύχτα των αποφάσεων

Σαν σκιές η Ελπίδα κι ο Ανέστης γλιστρούσαν στους έρημους από ανθρώπους δρόμους. Πότε πότε τα φώτα κάποιου αυτοκινήτου διαπερνούσαν το σκοτάδι και τους τύφλωναν. Συνέχιζαν όμως να περπατούν βιαστικά. Ο Ανέστης κάθε λίγο αποτολμούσε ένα βλέμμα προς το μέρος της. Η Ελπίδα έπιασε ένα από εκείνα τα βλέμματα κι ένιωσε παράξενα. Κάτι είχε αυτός ο άντρας που της προκαλούσε ταραχή. Μεγαλύτερη ταραχή όμως της προκάλεσε το τζιπ που κατευθύνονταν προς την περιοχή από την οποία εκείνοι έρχονταν.
Οι σφυγμοί της άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, καθώς συνειδητοποίησε πως ο μόνος λόγος που το τζιπ δε φρέναρε απότομα, ήταν το ότι δεν την αναγνώρισαν αυτοί που ήταν μέσα. Έψαχναν για μια γυναίκα και είδαν δυο άντρες. Επιτάχυναν το βήμα τους και σε λίγο χάθηκαν μέσα στους δρόμους της πόλης. 

Κάπου στο κέντρο της ήταν το διαμέρισμα που έψαχναν. Σε λίγο θα ήταν ασφαλής. Έτσι έλεγε συνέχεια στον εαυτό της, μα ήξερε πως ποτέ πια δε θα ήταν ασφαλής. "Ποτέ δεν ήμουν" συνειδητοποίησε με πίκρα, "όπως ποτέ δεν ήταν και η ακριβή μου η Νάντια". Με κόπο έπνιξε ένα λυγμό και προσπάθησε να επικεντρωθεί στο παρόν. Τουλάχιστον τώρα θα μπορούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της και να παλέψει. Να παλέψει για τη ζωή της, να παλέψει για όσα έπρεπε να είχε παλέψει εδώ και χρόνια. Έπρεπε να καταφέρει να φτάσει στα ίχνη της Οργάνωσης που θα τη βοηθούσε να πολεμήσει τη Λεγεώνα. Εύχονταν και προσεύχονταν σε όλους τους Θεούς να υπήρχαν αρκετά στοιχεία στο διαμέρισμα που έτρεχε τώρα να κρυφτεί. Σίγουρα θα έβρισκε μιαν άκρη. Αυτή η σκέψη της έδωσε δύναμη και γυρνώντας προς το μέρος του Ανέστη δοκίμασε για πρώτη φορά εδώ και καιρό να χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε.

Η Μάρθα άκουσε το αυτοκίνητο να σταματά και πόρτες να κλείνουν. "Πανάθεμά τους" σκέφτηκε..."ήρθαν πιο γρήγορα από όσο περίμενα". Πήρε μια βαθιά ανάσα και με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέμοντας σχεδόν, μα και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, πανέτοιμη να προϋπαντήσει τους νεοφερμένους.
Εκείνη τους είχε τηλεφωνήσει όταν έφυγαν τα παιδιά. Δεν πίστευε στα αυτιά της όταν άκουσε τι ζητούσε η Ελπίδα. Η γνώριμη διεύθυνση στο μενταγιόν έκανε τις σκέψεις της να τρέχουν ασταμάτητα. Σε λίγο είχε πάρει τις αποφάσεις της. 

Έπρεπε να τηλεφωνήσει, μια και ήταν βαθιά μπλεγμένη σε αυτή την υπόθεση. Μπορούσε όμως να τους τη φέρει. Να τους παραπλανήσει μια τελευταία φορά. Ας τη σκότωναν δεν την ένοιαζε πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει μια ευκαιρία ο Ανέστης της στη ζωή. Είδε πώς κοίταζε την Ελπίδα. Αναγνώρισε στο βλέμμα του τα σημάδια που νόμιζε πως είχε πια ξεχάσει. Μικρό κορίτσι ήταν, απαίδευτο ακόμα, όταν έπεσε στα χέρια της Λεγεώνας. Μόλις είχε πάρει το δίπλωμά της. Μαία ήταν η Μάρθα και ψάχνοντας για δουλειά, έμπλεξε στο σκοτεινότερο κύκλωμα που μπορούσε να φανταστεί. Η Λεγεώνα έγινε ο βραχνάς της και η κατάρα που τη σημάδεψε βαθιά όλα αυτά τα χρόνια. Κι ένας έρωτας τη σημάδεψε τότε, μα εκείνος χάθηκε ξαφνικά όταν προσπάθησε να τα βάλει μαζί τους. Ο Ανέστης της ήταν ό, τι απέμεινε να της θυμίζει, πως κάποτε και για λίγο, είχε κι αυτή μια ευκαιρία να γλιτώσει από όλα, να λυτρωθεί.

Τους είχε παραπλανήσει πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Χάρη σε αυτή είχαν γλιτώσει πολλά παιδιά. Μα και πόσα άλλα χάθηκαν σκέφτηκε κι ένας οξύς πόνος τη διαπέρασε και την έσκισε θαρρείς στα δυο. Ήρθε η ώρα να κλείσει αυτός ο κύκλος της ντροπής, αποφάσισε καθώς άρχισε να δίνει τις ψεύτικες πληροφορίες στους άντρες. Ένιωθε πως τα γεγονότα έτρεχαν πια. Ε, λοιπόν εκείνη θα έβαζε αυτούς να τρέχουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτά. 

Η Ισιδώρα για άλλη μια φορά πήγαινε να βρει το Μιχάλη. Το τηλεφώνημα που έλαβε από τη Μάρθα, όσα άκουσε, την έπεισαν πως όλα έπρεπε να τελειώσουν εδώ. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, έπρεπε να μπει μια τελεία σε αυτή την υπόθεση. Μόνο αυτή μπορούσε να τους σώσει, μια και μόνο αυτή ήξερε τον σύνδεσμο που θα τους οδηγούσε στην Οργάνωση. Έπρεπε να δει την Ελπίδα. Έπρεπε να τη σώσει. Ειδικά εκείνη! Ο Μιχάλης είχε υποσχεθεί να βοηθήσει με κάθε τρόπο. Κι εκείνη ήξερε πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

Από μακριά ακόμα άκουσε τις σειρήνες. Σε λίγο τα φώτα από τα περιπολικά την προσπέρασαν. Ένα κακό προαίσθημα την κυρίευσε και άρχισε να τρέχει. Μόλις ζύγωσε στο καφενείο τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο. Παντού βρίσκονταν αστυνομικοί και οι φάροι των περιπολικών έλουζαν, με ένα απόκοσμο φως που μόνο κακά μαντάτα προμηνούσε, την τόσο γνώριμη γειτονιά του Μιχάλη...