"Φ"

Όση ώρα ο κυρ-Μιχάλης μάζευε τα άδεια ποτήρια απ’ το τραπεζάκι που καθόταν η παρέα, το μυαλό του δούλευε μεθοδικά κι έκανε προβολή των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Η κοπέλα που εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, την ώρα ακριβώς που του ξεδίπλωνε τις πτυχές μιας περίεργης ιστορίας. Η απροσδόκητη φωνή του πελάτη που τον φώναξε, σχεδόν επιτακτικά, για λογαριασμό…Ακόμα ηχούσε στ’ αυτιά του εκείνη η τσιριχτή φωνή. Ανατρίχιασε σε μια φευγαλέα σκέψη, πως η φωνή αυτή του ήταν γνώριμη. Όχι όμως απ’ τους τακτικούς πελάτες του, που επισκέπτονταν συχνά το καφενείο. Τα παιδιά της σχολής και κάτι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι που παίζανε τάβλι τ’ απογεύματα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως κανείς απ’ τους πελάτες του δεν θα διέκοπτε μια προσωπική του κουβέντα, φωνάζοντας σχεδόν αδιάκριτα. Τις πιο πολλές φορές, πηγαίνανε οι ίδιοι στο εσωτερικό του καφενείου για να πληρώσουν. Κυρίως αν τον βλέπανε να κάθεται για να ξεκουράσει τα πόδια και τη μέση του. Κι ύστερα, θυμήθηκε το έντρομο βλέμμα της κοπέλας όση ώρα του μιλούσε, καθισμένη σε μιαν απόμερη γωνιά στα ενδότερα του καφενέ. Την αεικίνητη ματιά της πέρα-δώθε και τη διάχυτη ανησυχία της μήπως τους παρακολουθεί κάποιος. Επανέφερε τη σκηνή στο μυαλό του. Ο τύπος που τον ρώτησε με μακρόσυρτη φωνή για το λογαριασμό, οι αργές κινήσεις του μέχρι ν’ ανοίξει το μαύρο χαρτοφύλακά του… κι ύστερα τα επιτηδευμένα αστεία του, που δεν πρόδιδαν άνθρωπο που βιάζεται.  Σαν αναλαμπή, θυμήθηκε  τη στιγμή που του απόσπασε την προσοχή, δείχνοντάς του ένα παλιό αρχοντικό στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τον ρώτησε αν γνωρίζει τον ιδιοκτήτη, γιατί ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει ένα ακίνητο στην περιοχή…

Το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ήρθε και ταίριαξε απόλυτα στην εικόνα! Όση ώρα μέτραγε τα ρέστα, είχε αντιληφθεί κάποιον απ’ την παρέα, να σηκώνεται και να κατευθύνεται στο εσωτερικό του καφενείου. Κι ήταν όλοι τους, ίδιας κοψιάς άνθρωποι. Γύρω στα τριάντα, καλοντυμένοι και με σκούρα γυαλιά. Κι εκείνο το “Κυρ-Μιχάλη”, του θύμισε έντονα τη χροιά μιας γνώριμης φωνής. Από ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Η φωνή ήταν το ίδιο παγερή με τη νύχτα εκείνη. “Πάτροκλος;” Όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ανατρίχιασε. 

Στον ίδιο χωροχρόνο, η Ελπίδα επιστρατεύει όση αυτοκυριαρχία της έχει απομείνει και βάζει μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Το ραντεβού με την Νάντια είναι σε λίγα μόλις λεπτά και πρέπει να βιαστεί. Στο ράδιο παίζει ένα τραγούδι κι οι στίχοι, της τραβούν την προσοχή “Σ’ έψαχνα μια ζωή / τώρα ίχνη σου γυρεύω στο χάρτη / χάθηκες μια στιγμή / γέμισε ο ουρανός μου με δάκρυ”. 

Ο κυρ-Μιχάλης κλείνει το ραδιόφωνο. Κατεβάζει τους διακόπτες κι ετοιμάζεται να τραβήξει το μάνταλο της εισόδου και να κλειδώσει το μαγαζί. Είναι εξαντλημένος απ’ την ένταση. 

Η Ελπίδα οδηγάει βουρκωμένη. Τα χέρια της τρέμουν και με δυσκολία τα σταθεροποιεί πάνω στο τιμόνι. Παρκάρει και τραβάει απότομα χειρόφρενο, ψιθυρίζοντας μια προσευχή:"Όποιος κι αν είσαι εκεί πάνω, Θεός ή Άγγελος, φώτισέ με και βοήθα με… Σ’ έχω μεγάλη ανάγκη!"

- Μιχάλη… 
- Ι…Ι…. Ισιδώρα! Εσύ εδώ; 
- Κλείσε όλα τα φώτα και μαντάλωσε την πόρτα. Πρέπει να σου πω…

Η εξώπορτα της πολυκατοικίας είναι ανοιχτή. Τη σπρώχνει και κατευθύνεται στη γκαρσονιέρα του ισογείου. Πίσω της περνάει ένας καλοντυμένος κύριος που κατέβαινε το κλιμακοστάσιο. Της ρίχνει μια στιγμιαία ματιά και κατευθύνεται στην έξοδο. Το δάχτυλό της κινείται προς το κουδούνι. Δεν προλαβαίνει να το αγγίξει. Η πόρτα ανοίγει απότομα και πίσω της εμφανίζεται η Νάντια. Το πρόσωπό της είναι αλλοιωμένο κι ανέκφραστο. Σαν να μην είχαν ιδωθεί ποτέ ως τώρα. Έτσι την ένιωσε. Ξένη κι απόμακρη. Της κάνει νόημα να μπει μέσα και να κάτσει στο μοναδικό έπιπλο που υπάρχει στο μικροσκοπικό χώρο. “Πάω να φτιάξω ένα φραπέ. Θέλεις;” “Τέτοια ώρα; Θα στοιχειώσουμε το βράδυ απ’ την αϋπνία…” της απαντάει, προσπαθώντας να διεισδύσει στα μάτια της φίλης της. Να αποκρυπτογραφήσει την παγερή στάση της. Την παρακολουθεί με γυρισμένη την πλάτη να ετοιμάζει τους καφέδες. Διακρίνει τον εκνευρισμό της, στις απότομες κινήσεις της. Σερβίρει τους καφέδες σ’ έναν ξύλινο δίσκο και κάθεται δίπλα της. Η Ελπίδα παρατηρεί το τρέμουλο στα χέρια της φίλης της. Κινεί το καλαμάκι στο ποτήρι, σαν να θέλει να σχηματίσει γράμματα πάνω στον αφρό. Παίρνει όρκο, πως ένα “Φ” είναι ένα απ’ αυτά. Ίσως και το πρώτο… 

Μιλάει ασταμάτητα. Τα χέρια της τρέμουν. Του φαίνονται ακατάληπτα αυτά που του διηγείται. Προσπαθεί να τα αποθηκεύσει στη μνήμη του, για να τα επεξεργαστεί αργότερα. “Είναι ένα κύκλωμα ολάκερο… Εμπορεύονται μωρά… Απ’ όλες τις άκρες της γης. Από ανεπιθύμητες γέννες κυρίως… Εξαγοράζουν κιόλας. Σε περιοχές που τα παιδιά θεωρούνται εμπόρευμα. Στήνουν κοινωφελή ιδρύματα για να εισπράττουν δωρεές και χορηγίες… Τα μαζεύουν, τα χωρίζουν σε κατηγορίες και τα διακινούν σ’ όλον τον πλανήτη… Τα καλά κομμάτια τα χρυσοπουλάνε στις πιάτσες των δυτικοευρωπαίων που διψάνε για σεξ με ανήλικα… Kάποια λιγότερο τυχερά, καταλήγουν σε χειρουργικά τραπέζια και τους αφαιρούν τα όργανα. Όσα δεν είναι γερά και τους είναι άχρηστα, τα θανατώνουν… Ίσως άκουσες τις προάλλες για έναν ομαδικό τάφο μωρών, στις Φιλιππίνες… Τους κάνανε πειράματα με αδοκίμαστα εμβόλια και ισχυρά φάρμακα. Όσα πέθαναν, τα θάψανε σε μιαν απόμερη περιοχή έξω απ’ την Μανίλα… ”

- Ισιδώρα μου… πώς; Θέλω να πω… πώς βρέθηκες εσύ μπλεγμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη; 
- Δεν έχω πολύ χρόνο… Θα σου πω τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγω. Η Ελπίδα κινδυνεύει. Είναι απ’ τα παιδιά που επιλέχτηκε για τις δραστηριότητες του κυκλώματος στην Ελλάδα. Οι οδηγίες διακινούνται μέσω υψηλόβαθμων στην ιεραρχία. Σε ανύποπτους χώρους και χρόνους… μέσα σ’ ένα χαρτοφύλακα συνήθως, ή σ’ ένα βιβλίο που ξεχνιέται στο τραπεζάκι ενός εστιατορίου και τον βρίσκει ο επόμενος… 
- Ξέρω… Άθελά μου, υπήρξα μάρτυρας σ’ αυτό το αλισβερίσι. 
- Το πατρικό μου σπίτι είναι για ξεκάρφωμα. Ψάχνουν μέρη που οι ιδιοκτήτες τους έχουν καθαρό μητρώο, για να μην κινούν τις υποψίες της αστυνομίας. Τα υποτιθέμενα ζευγάρια είναι πειθήνια όργανά τους και διεκπεραιώνουν τις άνωθεν εντολές. Προφανώς υπήρξαν και οι ίδιοι, αρπαγμένα παιδιά ενός ιδρύματος. Νεκρώνονται ψυχικά και εκτελούν απλά εντολές.
- Και πώς φτάσανε σε σένα; 
- Εγώ πήγα σ’ αυτούς. Πάνε χρόνια. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Θυμάσαι τον πατέρα μου ε; Θα με σκότωνε και μένα και το μωρό. Δεν είχα επιλογή παρά να δεχτώ τη συμφωνία μιας κυρίας που ήταν επίτροπος σ’ ένα ίδρυμα. Γέννησα την κόρη μου και την πήραν αμέσως. Ήταν όλα νομιμοφανή. Είχα εκβιαστεί να υπογράψω κάτι χαρτιά και η συμφωνία ήταν να εισπράξω ένα ακριβό αντίτιμο και να ξεχάσω για πάντα τι είχε γίνει. Με τα χρήματα αυτά, έφυγα απ’ το πατρικό μου και έζησα μόνη στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα, έκανα έναν αποτυχημένο γάμο και επέστρεψα εδώ μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχε ήδη φύγει… 
- Ναι, θυμάμαι… Και το παιδί; Τι απόγινε; 
- Ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω ή να ψάξω γι αυτήν. Το παρελθόν μου με καίει Μιχάλη… Σα λαβωμένο σίδερο που είναι μπηγμένο στην καρδιά μου ισόβια… Ούτε είχα σκοπό να ανακινήσω κάτι. Μέχρι που βρέθηκε η Ελπίδα στο σπίτι. Την είδα και λύγισα. Το ίδιο κι αυτή. Μοιάζουμε τόσο πολύ… Μα κι αν ακόμα θέλαμε να μάθουμε την αλήθεια, ποτέ δεν θα το καταφέρουμε. Όλα τα χαρτιά είναι αλλοιωμένα ή εξαφανισμένα. Και ξέρεις Μιχάλη; 

- Πες μου… αν η Ελπίδα είναι κόρη σου… σωστά τα σκέφτομαι; 
- Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό. Συγχώρα με αλλά δεν έχω κουράγιο να σκεφτώ τίποτα πια… Κι ύστερα απ’ αυτή την επίσκεψη, αμφιβάλλω αν θα με ξαναδείς ζωντανή… Έχουν τον τρόπο τους να μαθαίνουν τα πάντα. Φτιάχνουν στρατιές ανθρώπων που υπάρχουν ανάμεσά μας και δρουν ύπουλα. Κάποια μέρα… 

“… Θα εξουσιάσουμε το σύμπαν αγαπητές μου! Τι κρίμα να μην είστε εκεί για να το δείτε! Ετοιμαστείτε, γιατί σας περιμένουν κάποιοι παλιοί φίλοι σας… Ελπίδα, δεν θα το πιστέψεις, αλλά απόψε θα συναντηθείς με τη γυναίκα που σε γέννησε. Για μία και μοναδική φορά, θα έχεις την ευκαιρία να την δεις. Μετά θα κάνετε όλοι μαζί, ένα μακρινό ταξίδι δίχως επιστροφή…” 

Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να καταλάβει αν το “Φ”, ερμηνευόταν ως “Φώτης” ή “Φύγε!”. Λίγη ώρα αφότου μπήκε στη γκαρσονιέρα της Νάντιας, πέντε κουστουμαρισμένοι άντρες εισέβαλαν απ’ την πόρτα, κραδαίνοντας…