Παράλληλες κινήσεις

Η άγνωστη κοπέλα είχε εξαφανιστεί.
«Μα πώς είναι δυνατόν; Τώρα δα μιλούσαμε… πού πήγε;» Ο κυρ-Μιχάλης σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο, έπειτα κατευθύνθηκε με βιασύνη προς την πόρτα του καφενείου και βγήκε με ορμή στο δρόμο. Κανείς. Ούτε ίχνος της κοπέλας – σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην είχε περάσει ποτέ από το μαγαζί του, σαν να μην είχαν καθίσει ποτέ μαζί στο ίδιο τραπέζι να μιλήσουν, έτσι χαμηλόφωνα και συνωμοτικά.

«Αυτή η ιστορία κοντεύει να με τρελάνει… μα τι έγινε, άνοιξε η γης και την κατάπιε;» μονολόγησε γεμάτος απορία και λιγάκι φουρκισμένος ο κυρ-Μιχάλης, μπαίνοντας και πάλι μέσα στο καφενείο του. Αποφάσισε να ρωτήσει την παρέα που έφευγε μήπως είχε δει κάτι, όμως αποδείχτηκε πως κανείς δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στην κοπέλα που καθόταν μαζί του.

Ο κυρ-Μιχάλης υποχρεώθηκε τελικά να πιέσει τον εαυτό του για να επανέλθει στις απαιτήσεις της δουλειάς του στο καφενείο. Πίεσε τον εαυτό του πολύ… και προσπάθησε, όσο βέβαια ήταν αυτό δυνατό, να καταπνίξει προσωρινά κάθε σκέψη που γεννιόταν στο νου του σχετικά με όλο αυτό το μυστήριο – για μια τρομερή στιγμή, αναπάντητα ερωτήματα,  εικασίες που κατέληγαν σε αδιέξοδα, αδικαιολόγητες κινήσεις τρίτων, χαμένα πρόσωπα και κίνδυνοι από το πουθενά αιωρήθηκαν για λίγο ασύνδετα στο νου του κι έπειτα, συμμαζεύτηκαν όπως-όπως σε μια ακρούλα του και φυλάχθηκαν καλά, για μια μετέπειτα επεξεργασία.

Όσο ο κυρ-Μιχάλης έδινε μάχη για να επιβληθεί στον εαυτό του και στις σκέψεις του, εξυπηρετώντας - φαινομενικά ήρεμος - τους θαμώνες του καφενείου, σε ένα άλλο μέρος του κόσμου κι από ένα άλλο οίκημα, νεαρά ζευγάρια ξεκινούσαν να κάνουν αυτό που είχαν διαταχθεί.  Το πρώτο νέο ζευγάρι εγκατέλειψε το χώρο και κατευθύνθηκε ανατολικά, ένα άλλο αμέσως μετά το ακολούθησε και κατευθύνθηκε νότια, κι ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα… παίρνοντας διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα, και προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Όλοι τους γύρω στα 30, ντυμένοι προσεγμένα, έβγαιναν από το κτίριο με βλέμμα κενό. Την επόμενη στιγμή, το βλέμμα τους άλλαζε, αποκτώντας μια μελετημένη γλυκύτητα και την όψη ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Αν τους κοιτούσε προσεκτικά κανείς, το μόνο που θα παρατηρούσε και θα θυμόταν έπειτα θα ήταν το πόσο αγαπημένοι έδειχναν μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν γνωρίζονταν καν… αλλά αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους και από τη Λεγεώνα.

Κάθε ζευγάρι κατευθυνόταν προς μια διαφορετική πόλη. Όλα τα ζευγάρια θα πήγαιναν σε ένα ορφανοτροφείο. Και όλα τα ζευγάρια θα έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας κι από ένα παιδί. Αρκετά μικρό για να μην ξέρει, αρκετά μικρό για να μην καταλαβαίνει, αρκετά μικρό για να μην θυμάται. Όλες οι απαραίτητες διαδικασίες είχαν ήδη κανονιστεί – στα μάτια κάποιου τρίτου, όλες οι διαδικασίες είχαν γίνει νομίμως. Στην πραγματικότητα, η Λεγεώνα είχε κινηθεί παράνομα και αρκετά υπογείως…  μα ο σκοπός λένε αγιάζει τα μέσα, κι ο σκοπός της Λεγεώνας ήταν προκαθορισμένος και μελετημένος εδώ και πολύ καιρό. Τα παιδιά τούς ήταν απόλυτα χρήσιμα.

Όσο τα ζευγάρια πραγματοποιούσαν αυτό που είχαν διαταχθεί, η Ελπίδα έβγαινε από το χώρο που θεωρούσε, τουλάχιστον για την ώρα, σπίτι της. Θα συναντούσε τη Νάντια, την κοπέλα που είχε στείλει να προειδοποιήσει τον κυρ-Μιχάλη για τον κίνδυνο. Έπρεπε να μάθει πώς είχε πάει η συνάντησή τους, κι αν η Νάντια είχε δώσει στον κυρ-Μιχάλη να καταλάβει πως ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τι ακριβώς συνέβαινε στα ορφανοτροφεία και πως χρειάζονταν βοήθεια.

Ξεκλειδώνοντας το νοικιασμένο αυτοκίνητό της, η Ελπίδα βρήκε στο κάθισμα του συνοδηγού, πάνω στο χαρτοφύλακά της, ένα χάρτινο φάκελο. Θορυβήθηκε. Δεν τον είχε αφήσει η ίδια εκεί, ούτε κάποιος άλλος δικός της. Κατάλαβε αμέσως από πού προερχόταν. Τον άνοιξε με τρεμάμενα χέρια και μέσα του ανακάλυψε ένα CD.  Με όλες τις αισθήσεις της τεταμένες και με πυρετώδεις  κινήσεις,  το τοποθέτησε στο CD-player του αυτοκινήτου. Στην αρχή, δεν ακούστηκε τίποτε. Κι έπειτα, μια βαριά, κοφτή και αλλοιωμένη φωνή γέμισε το μικρό χώρο και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο της να ορθωθούν.

«Σας προειδοποιήσαμε. Και όχι μία φορά. Ξεκινήσατε τη δική σας σταυροφορία. Εναντίον μας; Είμαστε πιο δυνατοί από εσάς. Και δε θα σταματήσουμε. Αυτός που αναζητάς είναι μαζί μας… για λίγο ακόμη. Νομίζεις πως τον βοηθάς μπλέκοντας κι άλλους, Ελπίδα; Μιλάτε πολύ. Μιλάτε πολύ… και το ξέρουμε. Τώρα λοιπόν καλείσαι να πάρεις αποφάσεις. Αυτόν που αγαπάς; Τους φίλους που σε στηρίζουν; Ή κάποια παιδιά που εσύ δεν γνωρίζεις, ούτε θα γνωρίσεις ποτέ, και κανείς δεν νοιάζεται γι΄αυτά; Τα πράγματα είναι απλά: ποιον θα διαλέξεις να σώσεις, Ελπίδα; Ο χρόνος σου τελειώνει…»

Η σκληρή φωνή σταμάτησε απότομα να μιλά. Η Ελπίδα είδε μεμιάς μπροστά της την εικόνα του μικρού Βασίλη και της ξανθούλας Όλγας, που σε μια νύχτα εξαφανίστηκαν από το ορφανοτροφείο. Από το δικό τους ορφανοτροφείο - από τα κρεβάτια δίπλα τους. Εκείνη, η Νάντια και ο Φώτης ήταν μικροί… μα όχι και τόσο μικροί. Εκείνο το ίδιο βράδυ και πριν από την εξαφάνιση των δυο μικρότερων παιδιών, δόθηκε σε όλα τα παιδιά ένα χάπι, δήθεν για την «ίωση» - έτσι τους είπαν. Υποψιασμένοι, μιας και σπάνια συνέβαινε αυτό κι επειδή δεν ένιωθαν καθόλου άρρωστοι, η Ελπίδα, η Νάντια και ο Φώτης αρνήθηκαν να το καταπιούν και το έφτυσαν κρυφά στη χούφτα τους, όταν έφυγαν οι υπεύθυνες του θαλάμου. Έτσι δεν κοιμήθηκαν. Και είδαν, πίσω από τα μισόκλειστα μάτια. Είδαν τα πάντα. Και δεν ξέχασαν. Ήταν οι μόνοι από όλα τα παιδιά στο θάλαμο που είδαν… και δεν ξέχασαν ποτέ πως υπήρξαν κάποτε μαζί τους, ανάμεσά τους, ο Βασίλης και η Όλγα. Κανένα άλλο παιδί δε τους ξαναθυμήθηκε έκτοτε.    

Οι τρεις φίλοι συνειδητοποίησαν πολύ γρήγορα πως κάποιοι, άγνωστοι σ΄αυτούς, κινούσαν τα νήματα της ζωής τους εν αγνοία τους. Όπως και όλα τα άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου, έτσι κι εκείνοι, δεν ήξεραν από πού προέρχονταν, ποιοι ήταν οι γονείς τους και πώς είχαν καταλήξει εκεί. Και πέρα από αυτό, δεν καταλάβαιναν το λόγο που είχαν εξαφανιστεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, τα δυο μικρά παιδιά από το ίδρυμα και κανείς πια δεν μιλούσε γι΄αυτά.
Μεγαλώνοντας, η Ελπίδα, ο Φώτης και η Νάντια αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να βρουν τις απαντήσεις στα τόσα ερωτήματα. Ποτέ δεν φαντάστηκαν το πόσο δύσκολο αυτό θα ήταν και το πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να αποβεί η συλλογή των πληροφοριών… Ήταν μια άνιση μάχη, μια σταυροφορία ενάντια σε πολύ ισχυρούς αντιπάλους.

Η Ελπίδα, συναισθηματικά φορτισμένη πια, αφαίρεσε το CD από τη συσκευή και αναλύθηκε σε δάκρυα. Τι έπρεπε τώρα να κάνει; Πόσο, ποιους και με ποιο τρόπο θα επηρέαζε μία της απόφαση; Ο χρόνος της τελείωνε… και χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια.