Ισιδώρα

Γαλαζοπράσινο μελάνι στο χαρτί με τους στίχους, ανατρίχιασε, ίδιο το χρώμα των ματιών της που δεν ξεθώριασε ποτέ, που δεν το συναπάντησε ποτέ ξανά σε άνθρωπο, το έντονο βλέμμα που έκρυβε την ομορφιά του σύμπαντος που τάραζε χρόνια τώρα τις νύχτες και τις μέρες του... Ισιδώρα ψέλλισε, Ισιδώρα...

"Αγριάς 10, αν υπάρχει θεός, είναι δίπλα μου δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να είναι αλλιώς και πάλι αν δεν είναι ο Θεός είναι ένας άγγελος που μου ζητάει την δεύτερη ευκαιρία, μια ανάσα ακόμη, όχι τώρα δεν θα λαθέψω" μονολόγησε δυνατά ο κυρ Μιχάλης.

Πέταξε την ποδιά, δρασκέλισε γρήγορα αναποδογύρισε στο πέρασμα του τις καρέκλες έκλεισε με δύναμη την πόρτα του καφενείου και με σβελτάδα ελαφιού που και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει άρχισε να τρέχει να φτάσει στο σπίτι, το τόσο γνώριμο σπίτι της οδού Αγριάς . 

Σχεδόν με κομμένη την ανάσα έφτασε μπροστά στην επιβλητική καγκελόπορτα, την βρήκε σφραγισμένη με σκουριασμένες αλυσίδες. Το αρχοντικό, που άλλοτε έσφυζε από ζωή, με τα μεγάλα παράθυρα και τις κυκλικές βεράντες,  σήμερα βρισκόταν μπροστά του εγκαταλελειμένο, ερειπωμένο, έρμαιο των στοιχειών της φύσης και του χρόνου. Έκανε μια και πέρασε στην πλαϊνή πλευρά από το κήπο του διπλανού σπιτιού, εκεί  που  ήταν η είσοδος για τις κουζίνες. Ήξερε  τα κατατόπια από μικρο παιδί, στη δούλεψη του θείου του, κουβάλαγε καθημερινά τα ψώνια και είχε την ευκαιρία να θαυμάζει την συνομήλικη του Ισιδώρα. 

Ξαφνικά την είδε μπροστά του, καθισμένη ανακούρκουδα στο χαμηλό πεζούλι ανάμεσα στα άγρια γιασεμιά, με τα μεγάλα της μάτια  να κοιτάζει...