Το Γιασεμί

Κοιτούσε, με αυτό το γαλαζοπράσινο βλέμμα που άνοιγε διάπλατα την καρδιά όποιου σημάδευε στα δύο. Πόσες φορές δεν ταξίδεψε με μια ματιά σε σμαραγδένια ακρογιάλια με καταγάλανους ουρανούς; Κι όμως, αυτή τη φορά διέκρινε τα πρώτα σύννεφα της παραίτησης, να φλερτάρουν με τις ακτίνες του ήλιου. Πήγε να την πλησιάσει, όμως ξαφνικά ένιωσε κάτι να παγώνει την πλάτη του.

- Όπως τότε του λέει, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά ως στήριγμα για να σηκωθεί, πόσα μεσημέρια δεν είχαμε αφεθεί στη δροσιά της θάλασσας;
- Και τα ακούγαμε από τις μανάδες μας που όλα μας τα ρούχα ήταν γεμάτα χώματα και φύλλα γιασεμιού..
- Μόνο το γιασεμί δε σκούριασε, έστω ένα από τα άνθη της νιότης ζει ακόμα..
- Ίσως, αν εκείνο το βράδυ..
Μία δυνατή ριπή τράνταξε βίαια το γιασεμί, λες και ήθελε να τους συνεφέρει από, μία άσκοπη θαρρείς, βόλτα στο παρελθόν.
- Για εκείνη ήρθες;
- Ναι
- Μπερδεμένα πράγματα
- Είναι σαν εμάς τότε, πόσο θα θέλαμε να είχαμε ένα στήριγμα, μία ανάσα
- Έρχεται κάθε απόγευμα εδώ, μαζί με πολλούς άλλους. Ίσως βρεις κάτι μέσα. Ερχόταν και ένα αγόρι που σταμάτησε, ένας Θεός ξέρει τι απέγινε. Αυτός τους δίνει λεφτά και από μία βαλίτσα. Το ύφος του όμως, Χριστέ μου, εγώ σε προειδοποίησα.

Με αυτά την είδε να έρχεται προς το μέρος του και να φεύγει από την ίδια πλαϊνή πλευρά, μαζί του είχε μάθει και αυτή τα κατατόπια. Έκανε να απλώσει το χέρι του, του έδωσε όμως μία τόσο διαπεραστική ματιά, που σχεδόν παρέλυσε, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να την χαιρετήσει κουνώντας τις άκρες των δαχτύλων του. Προχώρησε προς το σπίτι. Η άλλοτε αρχοντική εξώπορτα με το σκαλισμένο μαόνι και το ασημένιο πόμολο τώρα ήταν ένα κουφάρι που με το ζόρι κρεμόταν από τη σαπισμένη κάσα. Την έσπρωξε ελαφρά, οι σκουριασμένοι μεντεσέδες βογκούσαν. Μπήκε μέσα και τότε είδε....