Η Λεγεώνα

... είδε ένα σπίτι γνώριμο και οικείο για κείνον μα συνάμα γερασμένο, μόνο, άδειο, και παγερό, ακριβώς σαν τη «ματωμένη»ψυχή του. Ηλικιακά δεν ήταν τόσο μεγάλος, ψυχολογικά όμως ήταν. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχθεί, όσο κι αν προσπαθούσε να πάρει ανάσα και ενέργεια από το καφενέ και τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν και περιέβαλαν τη ζωή του, η αλήθεια είναι πως η ψυχή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία του και οι αντοχές του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν προ πολλού.

Κοίταξε τους γκρίζους τοίχους του σπιτιού και σα να μη μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό και τις αντιδράσεις του, απλώς τους πλησίασε. Σήκωσε ευλαβικά το δεξί του χέρι, το τέντωσε σε ευθεία γραμμή και ο δείκτης του χεριού του έκανε να αγγίξει τον τοίχο.

Σαν αστραπή, το μυαλό του κατευθύνεται σε flash back παλιών αναμνήσεων και βλέπει εκείνον νέο, όμορφο και γεμάτο ζωντάνια να κυνηγάει στο ζεστό πλέον χώρο την Ισιδώρα, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει και να αντικρίσει για άλλη μια φορά τα όμορφα μάτια της. Εκείνη τον απέφευγε με διάθεση περιπαικτική και τα δυνατά της γέλια αντηχούσαν σαν νότες πιάνου στο σπίτι που ο πιανίστας είχε επιλέξει να δώσει το ρεσιτάλ του για λίγους μόνο θεατές.

Να! Σε εκείνη ακριβώς τη σημερινή, ψυχρή γωνία την είχε αγκαλιάσει και είχαν δώσει το πρώτο τους φιλί. Χαμογελάει και ταρακουνά το κεφάλι του προσπαθώντας να επιστρέψει στο τώρα, στην ηλικία του, στο παρόν του. Κοκκινίζει ελαφρώς και σκέφτεται πως αυτές οι σκέψεις είναι απαγορευμένες για έναν άνθρωπο της ηλικίας του.

Προσπαθώντας να τιμωρήσει τον εαυτό του που του επιτρέπει να ονειρεύεται προχωρά προς το βάθος του δωματίου (πρώην σαλονιού μιας επιβλητικής, αρχοντικής κατοικίας) και βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη, ξύλινη σκάλα που οδηγούσε παλιά στα δωμάτια της αρχοντικής οικογένειας. Η σκάλα είναι ίδια. Σκονισμένη αλλά σε καλή κατάσταση. Σκαλιστή, μεγαλοπρεπής, όμορφη και κυρίως τόσο ψιλή που σε κάνει να φαίνεσαι μικρός και ανάξιος για να την διαβείς. Ακουμπά κάπως άχαρα το αριστερό του χέρι στο σκαλιστό «μπράτσο» της σκάλας και κάνει ένα βήμα για σκαρφαλώσει επάνω της.

Με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλί και με το άλλο ακουμπισμένο στο πάτωμα, αφήνει την απογοήτευση να εισβάλει στο μυαλό και στη ψυχή του προσδίδοντάς του έτσι μία όψη ενός πλήρους αποτυχημένου ανθρώπου.

«Όχι όχι είναι λάθος»
«Δε καταλαβαίνω τί συμβαίνει εδώ»
«Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;» 
«Το «παίζω» τυχοδιώκτης τώρα στα γεράματα;» Ψελλίζει και κατεβάζει και το άλλο πόδι στο πάτωμα.
«Είναι όλα τόσο περίεργα, τόσο ακαταλαβίστικα, τόσο ψεύτικα.»
«Παράλογα, αυτό είναι! Είναι παράλογα όλα αυτά!
«Ναι αυτό είναι! Παράλογα» Φωνάζει και πείθει τον εαυτό του να κάνει επιτόπου στροφή και να φύγει από αυτόν τον χώρο που δεν ήξερε καν γιατί επισκέφτηκε και γιατί επέτρεψε στον εαυτό του να γίνει τολμηρός και περίεργος όπως όταν ήταν έφηβος και άγουρο ακόμη αγόρι.

Το πόμολο της πόρτας γύρισε και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες βόγκηξαν ξανά. Βήματα επιβλητικά και έντονα ήχησαν στο χώρο και η παρουσία πολλών ανθρώπων ήταν ολοφάνερη. Τί άνθρωποι να ήταν άραγε αυτοί; Επιθυμητοί ή ανεπιθύμητοι; Καλοί άνθρωποι ή κάποιοι που δε θα ήθελε ποτέ να μάθει τί κάνουν και τί σκοπούς υπηρετούν;

Πριν προλάβει να σκεφτεί το οτιδήποτε τους είδε να περνάνε από μπροστά σου σαν μια στρατιά από ελεγχόμενα ρομποτάκια. Όλοι περίπου 30 χρονών. Καλοντυμένοι, καθαροί με καλογυαλισμένα παπούτσια και περίπου ίδιο σωματότυπο και ύφος. Όμορφοι μα και κάπως τρομαχτικοί συνάμα. Έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους εμφανισιακά μα διέφεραν στο ότι κάποιοι από αυτούς φορούσαν μαύρα γυαλιά ενώ κάποιοι άλλοι όχι. 

Μόλις πέρασε και ο τελευταίος άντρας από μπροστά του μόνο τότε κατάφερε να διαπιστώσει πως κρατούσαν όλοι μαύρους χαρτοφύλακες ίδιου ακριβώς μεγέθους. Ήταν ίδιοι με τους χαρτοφύλακες που αντάλλαζαν στον καφενέ του.

«Πόσοι να ήταν άραγε;» Αναρωτήθηκε ξεφυσώντας σα να πήρε ανάσα μετα από αρκετή ώρα.
«Να ήταν Πέντε; Δέκα; Είκοσι; Δύο;»
«Εμένα γιατί μου φάνηκε ολόκληρη λεγεώνα;».
«Και γιατί δε με είδαν; Αφού πέρασαν από μπροστά μου. Πώς είναι δυνατόν να μη με είδαν; Εντάξει περπατούσαν σα ρομποτάκια αλλά και πάλι δίπλα τους στεκόμουν πώς είναι δυνατόν να μη με είδαν; Η με είδαν και αδιαφόρησαν;»

Και κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό σκέψεων ένοιωσε τα βλέφαρα του να κλείνουν...