Ο κ. Μιχάλης είχε χάσει και το ελάχιστο χρώμα που είχε στο πρόσωπο του»πάει, ήρθε το τέλος μου, σκέφθηκε και έκλεισε τα μάτια του.
«Κυρ Μιχάλη μη φοβάσαι», άκουσε την ίδια φωνή, αλλά με άλλη χροιά, κανονική, ανθρώπινη.
«Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω ή καλύτερα για σας βοηθήσω. Αλλιώς τα υπολογίζαμε, αλλά μας πρόλαβαν οι εξελίξεις και πρέπει να βιαστούμε.»
Η έκπληξη του κ.Μιχάλη ήταν μεγάλη, το μυαλό του έτρεχε με ταχύτητα φωτός, ενώ οι ερωτήσεις μέσα του όλο και πολλαπλασιάζονταν. «Μα..» πήγε να ξεκινήσει ..
«όλα στην ώρα τους κ.Μιχάλη» του είπε ο γιατρός. «Γλύτωσες από θαύμα, ευτυχώς τα τραύματα σου ήταν επιπόλαια, απλά ήθελαν να σε εκφοβίσουν, για να μείνεις μακριά από αυτή την ιστορία. Πάντως Άγιος σε φύλαξε, άνθρωπε μου και μαζί με σένα και όλους τους άλλους. Βλέπεις ασχολήθηκαν μαζί σου και έδωσαν χρόνο για κάποιες σωστές κινήσεις από τους άλλους.»
Ποιος είσαι; Ποιους άλλους λες; Ήθελε να φωνάξει ο κ. Μιχάλης. Ποιους εννοεί; την Ισμήνη; Την Ελπίδα; Και ποιους άλλους;
«Ε..!!!! Καλέ μου άνθρωπε πρέπει να φύγουμε το συντομότερο από εδώ, κινδυνεύουμε και οι τρεις…εσύ, η νοσοκόμα και εγώ... βλέπεις δεν είμαι γιατρός… σκέψου πως το μόνο που θέλω είναι να σας βοηθήσω... σε παρακαλώ δείξε μου εμπιστοσύνη και μετά θα σου τα εξηγήσω όλα.»
Οκ. Μιχάλης ζύγιασε το νεαρό, με το βλέμμα και την εμπειρία των χρόνων και της δουλειάς του. Ένα πρόσωπο με μάτια μεγάλα, καθαρά, που τον κοιτούσαν στα μάτια με βλέμμα παρακλητικό, αλλά και αποφασιστικό. Ένιωσε ειλικρίνεια να εκπέμπει το παλικάρι και άλλωστε τι είχε να χάσει, έτσι όπως είχε μπλέξει;
Η επόμενη επίσκεψη, μπορεί να ήταν από τη Λεγεώνα.
«Θεέ μου, σκέφθηκε, στάσου δίπλα μου και σε παρακαλώ φώτισε με, να πάρω την σωστή απόφαση, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τόσους άλλους.»
Σε δευτερόλεπτα στράφηκε στον νεαρό και του είπε: «Ναι νομίζω πως μπορώ να σε ακολουθήσω. Βέβαια το χέρι είναι μπαταρισμένο, αλλά δεν νομίζω να με βάλεις να σκάψω, προσπάθησε να αστειευτεί.»
«Μη φοβάσαι εκεί που θα πάμε θα έχεις φροντίδα. Τώρα σήκω σιγά σιγά και να σε βοηθήσω να βάλεις αυτή τη στολή χειρούργου.»
Αφού τελικά τον έντυσε με γρήγορες και προσεκτικές κινήσεις, του έβαλε το ειδικό σκουφί και ένα ζευγάρι γυαλιά.Τον κοίταξε καλά - καλά και έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.
Ο κ. Μιχάλης, μέσα στην αγωνία του και στην πίεση, βρήκε να γελάσει με τον εαυτό του.. «για σκέψου !πάντα ήθελα να γίνω χειρουργός και ξαφνικά έστω και για άλλους λόγους, φαίνομαι σαν είμαι κανονικός. Μη ξεχάσω να πω στο παλικάρι να με βγάλει μια φωτογραφία... αν τελικά, ζήσω να την έχω να γελάω..» Τι ψυχή ο κ. Μιχάλης!
Στην συνέχεια, ο υποτιθέμενος γιατρός έλεγξε προσεκτικά τον διάδρομο και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν άδειος, συνόδευσε τον κ.Μιχάλη στο ασανσέρ και του είπε να κατέβει στο υπόγειο γκαράζ και να τον περιμένει σε μια γωνιά.
Κατόπιν ο ίδιος πήγε στη στάση των νοσηλευτών ,ευχαρίστησε την νοσοκόμα, της είπε να πει ότι εκείνη έκανε κανονικά τη νοσηλεία της και τίποτα παράξενο δεν είδε, αν ερωτηθεί.. και σίγουρα ότι δεν ήξερε ότι ο κ.. Μιχάλης, δεν ήταν πια στο δωμάτιο του.
Την εμπιστευόταν, ήταν ψύχραιμη και θα τα κατάφερνε.
Εκείνη του έδωσε έναν μαύρο χαρτοφύλακα, πήρε τη στολή γιατρού και του ευχήθηκε καλή τύχη και ότι πάντα θα μπορούν να υπολογίζουν σ΄ εκείνη.
Στην συνέχεια ο νεαρός κατέβηκε στο υπόγειο. Βρήκε τον κ.Μ. και αφού επιβιβάστηκαν σε ένα γρήγορο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια έφυγαν και πέρασαν με απόλυτη άνεση την πύλη του νοσοκομείου.
Μόλις ο νεαρός βγήκε στη λεωφόρο, ανέπτυξε ταχύτητα. Τότε μόνο στράφηκε στον συνεπιβάτη του και του είπε : «Πάρε το φάκελο και θα τον ανοίξεις μόνο εκεί που θα σε πάω, όλα όσα χρειάζεστε και ακόμα περισσότερα είναι εδώ μέσα, δείχνοντας τον μαύρο φάκελο. Όχι δεν είναι σαν τους άλλους φακέλους, τον πρόλαβε…αυτός έχει καλό περιεχόμενο .
Μη φοβηθείς εκεί όλοι θα είστε ασφαλείς και μέχρι το ξημέρωμα ακόμα ασφαλέστεροι.
Για τη γυναίκα σου, μην ανησυχείς. Της έχουμε μιλήσει μέσες – άκρες, ξέρει πως είσαι καλά και την στείλαμε στην αδελφή της στην Καστοριά για λίγες μέρες…και κυρ- Μιχάλη σ΄ ευχαριστώ πολύ…θέλω να ξέρεις πως είναι πολύ γενναίο αυτό που κάνεις.»
«Τ΄ όνομα σου παλικάρι μου?» ρώτησε ο κυρ – Μιχάλης?
«Όχι ακόμα, όταν όλοι θα είμαστε ασφαλείς και ήδη θα ξέρεις πολλά, θα μάθεις και αυτό…
Τώρα για να ηρεμήσεις λιγάκι, σου λέω πως πάμε στην Ελπίδα.»
Η καρδιά του καλοσυνάτου μεσήλικα σφίχτηκε….μακάρι να ήταν καλά το κορίτσι.
Πραγματικά σε λίγα λεπτά ο κυρ. Μιχάλης χτυπούσε το κουδούνι στο διαμέρισμα της φρυκτωρίας της οδού Αγάπης, που βρισκόταν η Ελπίδα με τον Ανέστη.
Η Ελπίδα πάνιασε από το φόβο της. Πως στο καλό τους ανακάλυψαν?
Ο Ανέστης πιο ψύχραιμος, πλησίασε την πόρτα και άκουσε τον άνθρωπο που έβλεπε από το μάτι, να ζητά παρακλητικά στην Ελπίδα να του ανοίξει. Πλησίασε και το κορίτσι και με μεγάλη της έκπληξη, αναγνώρισε τον κυρ Μιχάλη. Άνοιξε βιαστικά τη πόρτα και τον τράβηξε μέσα και τον έβαλε να καθίσει στο σαλόνι.
Οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, από το κορίτσι.. «Πως είσαι? Γιατί είσαι ντυμένος ‘ετσι? Πως μας βρήκες?»
«Ήρεμα, παιδί μου, ησύχασε και θα στα πω όλα…..μη φοβάσαι, υπάρχουν άνθρωποι που σας προστατεύουν, όλα θα πάνε καλά..»
Η ένταση των τελευταίων ωρών, η δολοφονία της πολυαγαπημένης της Νάντιας, έγιναν κύμα και έπνιξαν το κορίτσι, που ξέσπασε σε κλάματα…και μέσα από τους λυγμούς της , έλεγε στους 2 άντρες «δεν θα σωθούμε» «κανένας δεν σώνεται από αυτούς»
Ο καλός καφεντζής, ένιωσε να σχίζεται η ψυχή του στα δυο, βλέποντας την κοπέλα, ένα κουρέλι, κυριολεκτικά….ενώ ο Ανέστης κοιτούσε και τους δυο απορημένος και το μόνο που ήθελε, ήταν να πάρει την Ελπίδα αγκαλιά και να μην αφήσει κανέναν φόβο πια να την σκιάσει , κανένα δάκρυ, πέρα από χαράς, να μην ξανατρέξει από αυτά τα υπέροχα μάτια.
‘Άκου κορίτσι μου» είπε ο κΜ και την πήρε με το γερό χέρι αγκαλιά από τους ώμους που τραντάζονταν από τους λυγμούς… «σε αυτή τη ζωή δεν υπάρχει μόνο κακό, υπάρχει και καλό και πρέπει να το πιστεύουμε, όσα κι αν έχουμε περάσει.»
«Ο άνθρωπος που μ΄ έφερε εδώ, μου είπε ότι σε λίγο θα έχουμε κι άλλες επισκέψεις, ευχάριστες βέβαια, και τότε όλοι μαζί, θα ανοίξουμε την βαλίτσα. Εκτός από οδηγίες για το πως θα κινηθούμε, υπάρχουν εξηγήσεις με στοιχεία για το πώς βρεθήκαμε εδώ και ένα δώρο για σένα…..έτσι μου είπε.»
«Τώρα σα καλό κορίτσι που είσαι, άντε νίψου και ελάτε να με βοηθήσετε να ξαπλώσω, γιατί κουράστηκα…..βλέπεις γέρος άνθρωπος είμαι, δεν μπορώ να το παίζω Σέρλοκ Χόλμ…»
Η Ελπίδα έκανε όπως της είπε…μετά το ξέσπασμα, ένιωθε μια απίστευτη δύναμη και αισιοδοξία και για πρώτη φορά, το συναίσθημα που είχε για όνομα…ελπίδα!
Πάνω που είχε πάει στη κουζίνα, να φτιάξει ένα χαμομήλι για τον «καφετζή της», αφήνοντας τους 2 άντρες στο σαλόνι, χτύπησε πάλι το κουδούνι.
Αυτή τη φορά με λιγότερο φόβο, αλλά και πάλι νιώθοντας φτερουγίσματα στην καρδιά της, πλησίασε την πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη την άνοιξε αμέσως και κοιτούσε αποσβολωμένη τους επισκέπτες.
Ο Ανέστης, ξεφώνησε: «Μάνα τι ζητάς εδώ? Και η κυρία ποια είναι;»
Ο Μιχάλης και η Ελπίδα αλληλοκοιτάχθηκαν με το στόμα ανοικτό.... τι δουλειά είχε εδώ η Ισιδώρα και που γνώριζε τη μάνα του Ανέστη;...
….κάνοντας όλοι την ίδια σκέψη, γύρισαν και κοίταξαν τη μαύρη βαλίτσα... που περίμενε υπομονετικά στο τραπέζι του σαλονιού, να τους αποκαλύψει αυτά που είχε στο εσωτερικό της.
Ο κ. Μιχάλης έβγαλε το κλειδί από τη τσέπη του και ένα χαρτάκι με τον συνδυασμό και το έδωσε στην Ελπίδα…
πηγή