''Το μυστήριο του καφενείου...'' είναι ένα διήγημα που δημιουργήθηκε από 14 ανθρώπους, χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους για την πλοκή και για την εξέλιξή του. Εκεί που τελείωνε ο ένας, εκεί το συνέχιζε ο άλλος και το διαμόρφωνε όπως καλύτερα νόμιζε. 

Είναι μια ιστορία μυστηρίου, μια ιστορία συνωμοσίας, που έδωσα εγώ την αρχή και έμελλε να συνεχιστεί από άλλους 13 μπλόγκερς, για να φτάσει πάλι σε μένα και να δώσω το τέλος της.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συμμετείχαν σε ένα φαινομενικά δύσκολο εγχείρημα, το οποίο έπρεπε να ενώσει δεκατέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, που όμως μοιράζονται το ίδιο πάθος για την δημιουργία.

Επίσης να ευχαριστήσω όλους όσους μας ακολούθησαν σε αυτό το ταξίδι, όλους όσους περίμεναν την συνέχεια.

Το μότο μου είναι ένα:
Κόντρα σε νωθρούς, άσχημους και φασιστικούς καιρούς δημιουργούμε και προσφέρουμε, όσο και όπως μπορεί ο καθένας μας.

Η δημιουργία είναι επανάσταση.

Καλή σας ανάγνωση.



Η αρχή του μυστηρίου

Ήταν Νοέμβρης, μέρα βροχερή. Τετάρτη. Απ΄ αυτές που σε κάνουν να μην θες να κάνεις τίποτα. Το κρύο είχε αρχίσει να το τσούζει. Ο κυρ Μιχάλης μόλις είχε ανοίξει τον καφενέ. Τα τραπεζάκια έξω μοιάζουν ερημικά αφού εγκαταλείφτηκαν από τους πελάτες του καλοκαιριού. Είναι φθινόπωρο και όλοι αναζητούν την ζεστασιά του εσωτερικού χώρου. 
  
Ο κυρ Μιχάλης σκούπισε σχολαστικά τα τελευταία ξερά φύλα που είχαν πέσει απ΄ την κρεβατίνα. Καθάρισε τα τραπέζια. Δεν έχει σημασία που κανείς δεν τα καταδέχονταν πια. Τιμής ένεκεν για τις στιγμές της καλοκαιρίας. 

Μέσα στο καφενείο η υγρασία ήταν αισθητή. Ο κυρ Μιχάλης άναψε την σόμπα. Πάντα καθάριζε από βραδύς. Ήθελε να πίνει κατευθείαν τον καφέ του. Να μην έχει στο νου του καθαριότητες και ετοιμασίες. Έβαλε μουσική, άνοιξε τις μηχανές, μια γρήγορη επιθεώρηση με το ξεσκονόπανο μπας και του ξέφυγε κάτι το προηγούμενο βράδυ και ο βαρύς γλυκός του ήταν έτοιμος.

Έκατσε σε μια καρέκλα που είχε μονίμως δίπλα στη σόμπα. Με ένα μαξιλαράκι καλυμμένο από μια παλιά, καθαρή δαντέλα. Η καρέκλα του κυρ Μιχάλη. Δεν καθόταν κανείς εκεί. Όλοι το ξέραν. Όχι ότι τους το είχε επιβάλει ο ιδιοκτήτης. Αλλά έτσι… 

Αν και ήταν πολύ πρωί ακόμα, ούτε τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει, η ξύλινη μπλε πόρτα του καφενέ άνοιξε. Αν και απόρησε για μια στιγμή, καλημέρισε πρόσχαρα τον νεαρό που φάνηκε μπροστά του. 

Ο νεαρός, γύρω στα 30, έκατσε σε μια άκρη με την πλάτη του προς την τζαμαρία. Το πρόσωπό του χλωμό, τα ρούχα του παλιά, πολυφορεμένα. Ένα σημάδι κίτρινο ανάμεσα στα δυο δάχτυλα μαρτυρούσε το πόσο δεινός καπνιστής ήταν. Το βλέμμα του κενό και ψυχρό. Σαν τον καιρό που κρύωνε τις ψυχές των ανθρώπων. Έβγαλε για λίγο τα γυαλιά του, τα καθάρισε απ΄ τις στάλες της βροχής. Έριξε μια κλεφτή ματιά προς τα έξω και τα ξαναέβαλε. Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα. Δεν τον ακούμπησε στην διπλανή καρέκλα. Τον είχε ακουμπισμένο στα πόδια του και τον κρατούσε. 

- Τι θα πάρετε, τον ρώτησε γλυκά ο κυρ Μιχάλης.
- Ένα φραπέ σκέτο αχτύπητο, αποκρίθηκε αυτός. Ο νεαρός φαινόταν νευρικός. Συνεχώς κοιτούσε προς την πόρτα. Φαινόταν πως κάποιον περίμενε. 

Η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μπήκε στον καφενέ. Ήταν γύρω στα 40. Όμορφα ντυμένος στα μαύρα με ένα ακριβό κουστούμι. Τα μαλλιά του γκρίζα, καθαρά και καλοχτενισμένα. Η όψη του σίγουρη και αυστηρή. Κρατούσε και αυτός έναν χαρτοφύλακα. Ο νεαρός σφίχτηκε μόλις τον αντίκρισε. Η θωριά του άντρα τον επισκίασε. Φαινόταν τόσο μικρός και αβοήθητος μπροστά του. 

- Πάτροκλος; τον ρώτησε
- Αχιλλέας, του απάντησε.
Μα τι περίεργα ονόματα σκέφτηκε ο κυρ Μιχάλης. Και αυτοί οι δύο άντρες τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους; Φαινομενικά έμοιαζαν ανόμοιοι και παράταιροι.  

Ο άντρας του άφησε τον χαρτοφύλακα στο τραπέζι. Ο καφές του νεαρού αναταράχτηκε και χύθηκε λίγο στο τραπεζάκι. Ο κυρ Μιχάλης έκανε ένα βήμα με το πανί για να το καθορήσει. Ο άντρας τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του τον έκανε να κάνει πίσω. Ξανακοίταξε τον νεαρό με προστακτική ματιά. Ο νεαρός του έδωσε τον δικό του χαρτοφύλακα και τοποθέτησε στην θέση του τον άλλον που του έδωσε ο άντρας.Ο άντρας χωρίς δεύτερη κουβέντα έφυγε.

Ο νεαρός έκατσε για κάποια δευτερόλεπτα σαν να αναρωτιόταν τι να συνέβη. Σαν να είχε άγνοια της κατάστασης. Ο καφές του ανέγγιχτος. Άφησε τα χρήματα στο τραπέζι, σηκώθηκε και έφυγε.

Ο κυρ Μιχάλης έπεσε σε περισυλλογή. Τι ήταν αυτό που μόλις συνέβη; Τι ήταν αυτό που τάραξε την συνηθισμένη ησυχία του καφενέ; Με την δουλειά το ξέχασε. Θεώρησε ότι ήταν κάτι περιστασιακό. Μέχρι που την επόμενη Τετάρτη συνέβη ακριβώς το ίδιο. Και όλες τις επόμενες Τετάρτες.

Αυτό συνεχίστηκε για περίπου δύο μήνες. Όσο και να προσπαθούσε ο κυρ Μιχάλης να πιάσει κουβέντα με τον νεαρό, τόσο αυτός το απέφευγε. Δεν δεχόταν καν να του κεράσει τον καφέ. Και έπλεκε με το μυαλό του σενάρια συνωμοσίας και φαντασίας. Τι να ήταν άραγε αυτοί οι δύο άντρες; Και τι τους συνέδεε; Φαινόταν ότι έκαναν ένα είδος δουλειάς μεταξύ τους. Αλλά τι δουλειά ήταν αυτή; Πολύ περίεργο.

Και εκεί που η περιέργειά του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα μια Τετάρτη ο νεαρός δεν εμφανίστηκε. Από την μια ο κυρ Μιχάλης ανακουφίστηκε. Δεν ήθελε ύποπτα πράγματα στο μαγαζί του. Απ΄ την άλλη ένοιωσε μια ανησυχία για τον άγνωστο νεαρό. Πριν προλάβει να σκεφτεί όλα αυτά η πόρτα άνοιξε και ο άντρας με τα μαύρα μπήκε στο καφενέ με τον χαρτοφύλακα στα χέρια. Το βλέμμα του έψαξε τον χώρο. 

- Δεν ήρθε σήμερα, του είπε ο κυρ Μιχάλης και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Τι ήθελε και ανακατεύτηκε; Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Σαν να είχε εμπλακεί και αυτός σε αυτά τα άγνωστα και ύποπτα σχέδιά τους. 

Ο άντρας έκλεισε πίσω τους την πόρτα και στάθηκε για λίγο στο πεζοδρόμιο. Έβγαλε το κινητό του και κάποιον κάλεσε. Κάτι είπαν και έφυγε.

Οι μέρες περνούσαν και τίποτα ανεξήγητο δεν είχε συμβεί στο μικρό καφενείο. Όλα έμοιαζαν ότι επέστρεψαν στην καθημερινότητα τους.

Ήταν Μάης. Μέρα ηλιόλουστη και ζεστή. Απ΄ αυτές που σε κάνουν να μην θες να κάτσεις σπίτι. Ο κυρ Μιχάλης μόλις είχε ανοίξει τον καφενέ και τακτοποιούσε τον έξω χώρο πριν πιει τον πρωινό του καφέ. Ήταν πολύ πρωί ακόμα, ούτε τα μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει. 

Μια όμορφη κοπέλα με γλυκό αλλά χλωμό πρόσωπο, απλά ντυμένη, κάθισε στην άκρη του καφενέ. Στα πόδια της ακούμπησε τον χαρτοφύλακα που κρατούσε.
- Ένα φραπέ σκέτο αχτύπητο παρακαλώ…

Μια ανάσα!

O κυρ Μιχάλης τα έχασε. Η κοπέλα ήταν τόσο χλωμή και ανέκφραστη σχεδόν διάφανη! Δεν ήξερε τι να κάνει, να την ρωτήσει τι είναι όλα αυτά ή θα λιποθυμήσει αν την πλησιάσει; Ήταν πολύ σκεφτικός και πάνω που αποφάσισε, μετά από πολύ σκέψη, να πάει να της μιλήσει, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο άνδρας με τα μαύρα.

Την πλησίασε στάθηκε μπροστά της και πήρε τον χαρτοφύλακα που κρατούσε η κοπέλα. Μετά άνοιξε απότομα την πόρτα και βγήκε έξω με γρήγορο βήμα! Η κοπέλα προσπάθησε να σηκωθεί από την καρέκλα αλλά δεν τα κατάφερνε πολύ καλά. Ο κυρ Μιχάλης πήγε κοντά της για να την ρωτήσει αν είναι καλά, μα η κοπέλα σηκώθηκε και έτρεξε με κλάματα προς την πόρτα. Την ώρα που έβγαινε της έπεσε ένα χαρτί από τα χέρια. Γύρισε, κοίταξε τον κυρ Μιχάλη με ένα έντονο βλέμμα σαν να τον ικέτευε να την βοηθήσει και μετά έφυγε τρέχοντας! Ο κυρ Μιχάλη σήκωσε το χαρτί και επάνω ήταν γραμμένοι οι παρακάτω στίχοι:

Μια ανάσα, μόνο μια ανάσα σου ζητώ!
Μια ανάσα σου ζητάω, να αισθανθώ
Πως λίγο απ’ το χώμα όρθιος θα σηκωθώ
Μια ανάσα μόνο σου ζητώ!
Να κοιτάξω λίγο από το παράθυρο, μπορώ;;
Θα σκύψω πάλι, σαν χάρη στο ζητώ
Να πάρω μια ανάσα σε παρακαλώ!
Να νιώσω πως είμαι πλάσμα σου και εγώ, αν όχι το μοναδικό
Κάποιο που έχω ανάγκη να αγαπώ
Να πάρω μια ανάσα σε παρακαλώ
Αυτό και μόνο σου ζητώ
Και ύστερα πάλι θα χαθώ
Μέσα στης μοίρας το γραμμένο ριζικό!
Μια ανάσα μόνο, σε παρακαλώ!

Και κάτω κάτω, μία διεύθυνση.
Αγριάς 10...

Ισιδώρα

Γαλαζοπράσινο μελάνι στο χαρτί με τους στίχους, ανατρίχιασε, ίδιο το χρώμα των ματιών της που δεν ξεθώριασε ποτέ, που δεν το συναπάντησε ποτέ ξανά σε άνθρωπο, το έντονο βλέμμα που έκρυβε την ομορφιά του σύμπαντος που τάραζε χρόνια τώρα τις νύχτες και τις μέρες του... Ισιδώρα ψέλλισε, Ισιδώρα...

"Αγριάς 10, αν υπάρχει θεός, είναι δίπλα μου δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να είναι αλλιώς και πάλι αν δεν είναι ο Θεός είναι ένας άγγελος που μου ζητάει την δεύτερη ευκαιρία, μια ανάσα ακόμη, όχι τώρα δεν θα λαθέψω" μονολόγησε δυνατά ο κυρ Μιχάλης.

Πέταξε την ποδιά, δρασκέλισε γρήγορα αναποδογύρισε στο πέρασμα του τις καρέκλες έκλεισε με δύναμη την πόρτα του καφενείου και με σβελτάδα ελαφιού που και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει άρχισε να τρέχει να φτάσει στο σπίτι, το τόσο γνώριμο σπίτι της οδού Αγριάς . 

Σχεδόν με κομμένη την ανάσα έφτασε μπροστά στην επιβλητική καγκελόπορτα, την βρήκε σφραγισμένη με σκουριασμένες αλυσίδες. Το αρχοντικό, που άλλοτε έσφυζε από ζωή, με τα μεγάλα παράθυρα και τις κυκλικές βεράντες,  σήμερα βρισκόταν μπροστά του εγκαταλελειμένο, ερειπωμένο, έρμαιο των στοιχειών της φύσης και του χρόνου. Έκανε μια και πέρασε στην πλαϊνή πλευρά από το κήπο του διπλανού σπιτιού, εκεί  που  ήταν η είσοδος για τις κουζίνες. Ήξερε  τα κατατόπια από μικρο παιδί, στη δούλεψη του θείου του, κουβάλαγε καθημερινά τα ψώνια και είχε την ευκαιρία να θαυμάζει την συνομήλικη του Ισιδώρα. 

Ξαφνικά την είδε μπροστά του, καθισμένη ανακούρκουδα στο χαμηλό πεζούλι ανάμεσα στα άγρια γιασεμιά, με τα μεγάλα της μάτια  να κοιτάζει... 

Το Γιασεμί

Κοιτούσε, με αυτό το γαλαζοπράσινο βλέμμα που άνοιγε διάπλατα την καρδιά όποιου σημάδευε στα δύο. Πόσες φορές δεν ταξίδεψε με μια ματιά σε σμαραγδένια ακρογιάλια με καταγάλανους ουρανούς; Κι όμως, αυτή τη φορά διέκρινε τα πρώτα σύννεφα της παραίτησης, να φλερτάρουν με τις ακτίνες του ήλιου. Πήγε να την πλησιάσει, όμως ξαφνικά ένιωσε κάτι να παγώνει την πλάτη του.

- Όπως τότε του λέει, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά ως στήριγμα για να σηκωθεί, πόσα μεσημέρια δεν είχαμε αφεθεί στη δροσιά της θάλασσας;
- Και τα ακούγαμε από τις μανάδες μας που όλα μας τα ρούχα ήταν γεμάτα χώματα και φύλλα γιασεμιού..
- Μόνο το γιασεμί δε σκούριασε, έστω ένα από τα άνθη της νιότης ζει ακόμα..
- Ίσως, αν εκείνο το βράδυ..
Μία δυνατή ριπή τράνταξε βίαια το γιασεμί, λες και ήθελε να τους συνεφέρει από, μία άσκοπη θαρρείς, βόλτα στο παρελθόν.
- Για εκείνη ήρθες;
- Ναι
- Μπερδεμένα πράγματα
- Είναι σαν εμάς τότε, πόσο θα θέλαμε να είχαμε ένα στήριγμα, μία ανάσα
- Έρχεται κάθε απόγευμα εδώ, μαζί με πολλούς άλλους. Ίσως βρεις κάτι μέσα. Ερχόταν και ένα αγόρι που σταμάτησε, ένας Θεός ξέρει τι απέγινε. Αυτός τους δίνει λεφτά και από μία βαλίτσα. Το ύφος του όμως, Χριστέ μου, εγώ σε προειδοποίησα.

Με αυτά την είδε να έρχεται προς το μέρος του και να φεύγει από την ίδια πλαϊνή πλευρά, μαζί του είχε μάθει και αυτή τα κατατόπια. Έκανε να απλώσει το χέρι του, του έδωσε όμως μία τόσο διαπεραστική ματιά, που σχεδόν παρέλυσε, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να την χαιρετήσει κουνώντας τις άκρες των δαχτύλων του. Προχώρησε προς το σπίτι. Η άλλοτε αρχοντική εξώπορτα με το σκαλισμένο μαόνι και το ασημένιο πόμολο τώρα ήταν ένα κουφάρι που με το ζόρι κρεμόταν από τη σαπισμένη κάσα. Την έσπρωξε ελαφρά, οι σκουριασμένοι μεντεσέδες βογκούσαν. Μπήκε μέσα και τότε είδε....

Η Λεγεώνα

... είδε ένα σπίτι γνώριμο και οικείο για κείνον μα συνάμα γερασμένο, μόνο, άδειο, και παγερό, ακριβώς σαν τη «ματωμένη»ψυχή του. Ηλικιακά δεν ήταν τόσο μεγάλος, ψυχολογικά όμως ήταν. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχθεί, όσο κι αν προσπαθούσε να πάρει ανάσα και ενέργεια από το καφενέ και τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν και περιέβαλαν τη ζωή του, η αλήθεια είναι πως η ψυχή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία του και οι αντοχές του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν προ πολλού.

Κοίταξε τους γκρίζους τοίχους του σπιτιού και σα να μη μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό και τις αντιδράσεις του, απλώς τους πλησίασε. Σήκωσε ευλαβικά το δεξί του χέρι, το τέντωσε σε ευθεία γραμμή και ο δείκτης του χεριού του έκανε να αγγίξει τον τοίχο.

Σαν αστραπή, το μυαλό του κατευθύνεται σε flash back παλιών αναμνήσεων και βλέπει εκείνον νέο, όμορφο και γεμάτο ζωντάνια να κυνηγάει στο ζεστό πλέον χώρο την Ισιδώρα, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει και να αντικρίσει για άλλη μια φορά τα όμορφα μάτια της. Εκείνη τον απέφευγε με διάθεση περιπαικτική και τα δυνατά της γέλια αντηχούσαν σαν νότες πιάνου στο σπίτι που ο πιανίστας είχε επιλέξει να δώσει το ρεσιτάλ του για λίγους μόνο θεατές.

Να! Σε εκείνη ακριβώς τη σημερινή, ψυχρή γωνία την είχε αγκαλιάσει και είχαν δώσει το πρώτο τους φιλί. Χαμογελάει και ταρακουνά το κεφάλι του προσπαθώντας να επιστρέψει στο τώρα, στην ηλικία του, στο παρόν του. Κοκκινίζει ελαφρώς και σκέφτεται πως αυτές οι σκέψεις είναι απαγορευμένες για έναν άνθρωπο της ηλικίας του.

Προσπαθώντας να τιμωρήσει τον εαυτό του που του επιτρέπει να ονειρεύεται προχωρά προς το βάθος του δωματίου (πρώην σαλονιού μιας επιβλητικής, αρχοντικής κατοικίας) και βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη, ξύλινη σκάλα που οδηγούσε παλιά στα δωμάτια της αρχοντικής οικογένειας. Η σκάλα είναι ίδια. Σκονισμένη αλλά σε καλή κατάσταση. Σκαλιστή, μεγαλοπρεπής, όμορφη και κυρίως τόσο ψιλή που σε κάνει να φαίνεσαι μικρός και ανάξιος για να την διαβείς. Ακουμπά κάπως άχαρα το αριστερό του χέρι στο σκαλιστό «μπράτσο» της σκάλας και κάνει ένα βήμα για σκαρφαλώσει επάνω της.

Με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλί και με το άλλο ακουμπισμένο στο πάτωμα, αφήνει την απογοήτευση να εισβάλει στο μυαλό και στη ψυχή του προσδίδοντάς του έτσι μία όψη ενός πλήρους αποτυχημένου ανθρώπου.

«Όχι όχι είναι λάθος»
«Δε καταλαβαίνω τί συμβαίνει εδώ»
«Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;» 
«Το «παίζω» τυχοδιώκτης τώρα στα γεράματα;» Ψελλίζει και κατεβάζει και το άλλο πόδι στο πάτωμα.
«Είναι όλα τόσο περίεργα, τόσο ακαταλαβίστικα, τόσο ψεύτικα.»
«Παράλογα, αυτό είναι! Είναι παράλογα όλα αυτά!
«Ναι αυτό είναι! Παράλογα» Φωνάζει και πείθει τον εαυτό του να κάνει επιτόπου στροφή και να φύγει από αυτόν τον χώρο που δεν ήξερε καν γιατί επισκέφτηκε και γιατί επέτρεψε στον εαυτό του να γίνει τολμηρός και περίεργος όπως όταν ήταν έφηβος και άγουρο ακόμη αγόρι.

Το πόμολο της πόρτας γύρισε και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες βόγκηξαν ξανά. Βήματα επιβλητικά και έντονα ήχησαν στο χώρο και η παρουσία πολλών ανθρώπων ήταν ολοφάνερη. Τί άνθρωποι να ήταν άραγε αυτοί; Επιθυμητοί ή ανεπιθύμητοι; Καλοί άνθρωποι ή κάποιοι που δε θα ήθελε ποτέ να μάθει τί κάνουν και τί σκοπούς υπηρετούν;

Πριν προλάβει να σκεφτεί το οτιδήποτε τους είδε να περνάνε από μπροστά σου σαν μια στρατιά από ελεγχόμενα ρομποτάκια. Όλοι περίπου 30 χρονών. Καλοντυμένοι, καθαροί με καλογυαλισμένα παπούτσια και περίπου ίδιο σωματότυπο και ύφος. Όμορφοι μα και κάπως τρομαχτικοί συνάμα. Έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους εμφανισιακά μα διέφεραν στο ότι κάποιοι από αυτούς φορούσαν μαύρα γυαλιά ενώ κάποιοι άλλοι όχι. 

Μόλις πέρασε και ο τελευταίος άντρας από μπροστά του μόνο τότε κατάφερε να διαπιστώσει πως κρατούσαν όλοι μαύρους χαρτοφύλακες ίδιου ακριβώς μεγέθους. Ήταν ίδιοι με τους χαρτοφύλακες που αντάλλαζαν στον καφενέ του.

«Πόσοι να ήταν άραγε;» Αναρωτήθηκε ξεφυσώντας σα να πήρε ανάσα μετα από αρκετή ώρα.
«Να ήταν Πέντε; Δέκα; Είκοσι; Δύο;»
«Εμένα γιατί μου φάνηκε ολόκληρη λεγεώνα;».
«Και γιατί δε με είδαν; Αφού πέρασαν από μπροστά μου. Πώς είναι δυνατόν να μη με είδαν; Εντάξει περπατούσαν σα ρομποτάκια αλλά και πάλι δίπλα τους στεκόμουν πώς είναι δυνατόν να μη με είδαν; Η με είδαν και αδιαφόρησαν;»

Και κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό σκέψεων ένοιωσε τα βλέφαρα του να κλείνουν...

Σαν σε όνειρο...

Τα πάντα ήταν θολά... Σαν σε όνειρο, ένιωθε το κορμί του να τον εγκαταλείπει και τα πόδια του αδύναμα να λυγίζουν . Πριν αισθανθεί το σκληρό πάτωμα να συγκρούεται επάνω του, δυο χέρια γεμάτα ζεστασιά τον συγκράτησαν και με μεγάλη προσπάθεια τον έσυραν σε μια απόμερη γωνιά και άκουσε μια πόρτα να κλείνει πίσω του, απομακρύνοντάς τον από τον ήχο των βημάτων της ανατριχιαστικής λεγεώνας. Η λεγεώνα... Ξαφνικά τινάχτηκε επάνω και ένα νέο κύμα ζαλάδας τον καθήλωσε στο στρώμα όπου τον είχαν ξαπλώσει.

- Μη σηκώνεσαι... Πρέπει να συνέλθεις πρώτα... Τα δυο ευγενικά χέρια τον έσπρωξαν απαλά πίσω.
- Εσύ... 
Ήταν η κοπέλα για την οποία βρέθηκε σε αυτή την παράξενη αναζήτηση...
- Πως βρέθηκες εδώ; Δε καταλαβαίνεις οτι κινδυνεύεις; Αρκετοί έμπλεξαν σε αυτή την υπόθεση...

Η φωνή της μαρτυρούσε τη κούραση και την απελπισία αναμεμειγμένα  με φόβο. Δε την είχε δει παρά μόνο μια φορά αλλά τα λόγια που διάβασε στο χαρτί τον έκαναν να την αναζητήσει και ίσως... να τη σώσει. Δεν ήξερε πολλά για αυτή την μυστήρια υπόθεση, ήξερε όμως ότι έπρεπε κάποιος να τη σώσει... 
- Άφησες κάτι πίσω σου φεύγοντας της είπε και βάζοντας το χέρι του στη τσέπη του σακακιού του εμφανίζει το ταλαιπωρημένο σημείωμα με τα γαλαζοπράσινα γράμματα, το ίδιο χρώμα με τα μάτια της Ισιδώρας και τι παράξενο... το ίδιο χρώμα με τα δικά της μάτια...

Η κοπέλα το έπιασε και κρατώντας το σαν πολύτιμο εύθραυστο θησαυρό σήκωσε το βλέμμα της στο δικό του μόνο για μια στιγμή και μετά έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν λυτρωτικά. Άρχισε να μιλά μονότονα συγκρατώντας με δυσκολία το πόνο που πρόδιδε η φωνή της.
"Γνωριστήκαμε σε μια πολύ τρυφερή ηλικία... Η κοινή μας μοίρα μας έδεσε... Αχώριστοι για χρόνια πλέκαμε το μέλλον μας με χρυσές κλωστές μη γνωρίζοντας ότι κάποιοι άλλοι κινούσαν τα νήματα της ζωής μας... Έπρεπε να μάθω από που προέρχομαι! Τόσα χρόνια στο ίδρυμα ονειρευόμουν τη στιγμή που θα την έβρισκα, για να τη ρωτήσω: Γιατί; Δεν έπρεπε ποτέ να τους εμπιστευτώ! Μου το έλεγε, με παρακαλούσε να τα παρατήσουμε όλα και να φύγουμε, μα εγώ φάνηκα εγωίστρια! Μου ζητούσε μια ανάσα και εγώ προκάλεσα το χαμό του για πάντα... "

Η φωνή της ξεψυχισμένη ράγισε στη τελευταία φράση "...για πάντα" 
"Όχι!" φώναξε ξαφνικά με μια δύναμη που δε φανταζόταν οτι υπήρχε μέσα της. "Δε θα συνεχίσω να τον προδίδω! Αυτό δε θα μείνει έτσι, ο χαμός του δε θα είναι για το τίποτα, του χρωστάω μια ανάσα! Θα πληρώσουν!"

Ο Μιχάλης αντίκρισε μπροστά του ένα πλάσμα που μέσα σε λίγα λεπτά είχε βγάλει φτερά και γαλαζοπράσινες φλόγες σιγόκαιγαν μέσα στα μάτια της, έτοιμα να κάψουν κάθε εμπόδιο που έμπαινε στο δρόμο της... Συγκίνηση πλημμύρισε τα σωθικά του για το αποφασιστικό κορίτσι... Ενοχές ένιωσε να σφίγγουν τη καρδιά του... Ίσως ... αν είχε μιλήσει στο παλικάρι, αν τολμούσε όπως είχε σκεφτεί τόσες φορές να μάθει τι τον βασάνιζε να ήταν τώρα εδώ, ίσως...

- Κι εγώ μαζί σου κορίτσι μου! είπε με μια ανάσα. Το γέρικο κορμί του φιλοξενούσε μια αγέρωχη καρδιά, κι ας κύλησε η ζωή απ'τα χέρια του ανεκμετέλλευτη σα νεράκι.
- Όχι κι εσύ, δε θα το βαστάξει η συνείδησή μου. Ήδη τους έχεις τραβήξει τη προσοχή. Γύρνα πίσω στο καφενείο σου. Κάνε ότι κάνεις πάντα. Μη ρωτάς, μη κοιτάς κανέναν. Προστάτεψε τον εαυτό σου, όπως θα ήθελες να προστατέψεις εμένα... 
Λέγοντας τα τελευταία λόγια, στράφηκε προς τη πόρτα έτοιμη να χαθεί.
- Περίμενε! Δε ξέρω ούτε το όνομά σου!
Χαμογέλασε πικρόχολα.
- Το ονομά μου κουβαλάει τη μοίρα μου σαν οιωνός που περιμένει να εκπληρωθεί. Με λένε...

Ελπίδα

- Με λένε Ελπίδα! Μα τι σημασία έχει; Λένε πως τα ονόματά μας, μας χαρακτηρίζουν, επηρεάζουν το χαρακτήρα και τη ζωή μας. Μα τι ελπίδα δίνω εγώ; Γύρνα καλέ μου άνθρωπε στον καφενέ σου και μη σκαλίζεις ιστορίες που βρωμάνε! Τον έπιασε αγκαζέ τρυφερά, σαν να ήταν δικός της άνθρωπος και τον έβγαλε σιγά και προσεκτικά έξω στο δρόμο, μακριά από το σπίτι των φαντασμάτων!
- Γύρνα στο καφενέ σου καλέ μου άνθρωπε και ξέχνα τι είδες εδώ. Δεν με είδες, δε με ξέρεις.
- Στάσου! Το όνομά σου, πες μου τουλάχιστον αυτό, είναι αληθινό; ικέτευσε σχεδόν σπαρακτικά, μα η κοπέλα με ταχύ βηματισμό χάθηκε στην επόμενη στροφή.

Ο κυρ Μιχάλης, στάθηκε για λίγο μισοζαλισμένος στο πεζούλι. Προσπαθούσε να βάλει όλα τα γεγονότα στη σειρά, όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, μήπως κι έβγαζε κάποιο λογικό συμπέρασμα.

Πάτροκλος, Αχιλλέας, μαύροι φάκελοι, άνθρωποι-ρομπότ, μια κοπέλα που την έλεγαν Ελπίδα, ένα γράμμα, ένα ίδρυμα, μια αναζήτηση κι ένα χαμένο παλικάρι. Και σε όλα αυτά, να και το σπίτι της οδού Αγριάς, εκεί που μεγάλωσε παίζοντας τα πρώτα χρόνια της ζωής του κι αργότερα μαθαίνοντας τα μυστικά του Έρωτα με την Ισιδώρα.... με τα δυο πιο όμορφα, πράσινα μάτια, που θα αιχμαλώτιζαν για πάντα τη σκέψη του και τη ζωή του....

Αναρρίγησε, μα όχι γιατί έβαλε ψύχρα... Αλήθεια, ήταν η Ισιδώρα του πριν λίγη ώρα στον κήπο ή... μια οπτασία της φαντασίας του; Μήπως το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια και δημιούργησε εικόνες που χρόνια ολόκληρα απεγνωσμένα επιθυμούσε το μέσα του να δει και να ζήσει;
"Θεέ μου! Πάει ξεκούτιανα από τα πενήντα εφτά μου, πάνω στο άνθος μου! Δώσε  μου φώτιση, βρε Μεγάλε... πες μου τι να κάνω;"

Με τα πολλά, κι αφού ο μεγαλοδύναμος φώτιση δεν έστελνε, είδε κι απόειδε, αποφάσισε να γυρίσει στον καφενέ του, που είχε εγκαταλείψει με τόση βιασύνη... Σε όλη τη διαδρομή κατά την επιστροφή του αναρωτιόταν αν είχε προλάβει να κλειδώσει.

"Ελπίδα! Είχε σχέση με το αγόρι, που ερχόταν τις Τετάρτες, λοιπόν! Και το παλικάρι χάθηκε  εξαιτίας της .... μονολογούσε καθώς είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής.
"Έπρεπε να μάθω από που προέρχομαι!" 
"Εγώ προκάλεσα το χαμό του για πάντα... "
"Δεν έπρεπε ποτέ να τους εμπιστευτώ!"
"Ποιους, το φελέκι μου μέσα;  Τα ρομποτάκια στο σπίτι της οδού Αγριάς;"

Έφτασε ιδρωμένος και βαριανασαίνοντας στο καφενείο του. Ευτυχώς, είχε κλειδώσει.
Προς στιγμή σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία. Αλλά και πάλι τι να τους έλεγε; Ποιος λογικός, ανθρώπινος νους θα τον πίστευε; 
"Ναι γεια σας. Χάθηκε ένας νεαρός, γύρω στα 30 με πολυφορεμένα ρούχα, με βλέμμα ψυχρό, που έπινε φραπέ, σκέτο, αχτύπητο και κρατούσε έναν φάκελο".

"Ωραία στοιχεία! Θα με πάρουν με τις πέτρες το λιγότερο!
Ρε μπας και τα γεράματα μου χτυπούν την πόρτα; Πώς το είπανε τις προάλλες στη τηλεόραση ότι παθαίνουν οι μεγάλοι άνθρωποι; Αλτσαχάμερ ή κάπως έτσι, το είπανε! Α, θα πρέπει να πάω στον Θόδωρο να με εξετάσει το συντομότερο!" μονολόγησε και βάλθηκε στη συνέχεια να φτιάξει τα τραπεζάκια και τις καρέκλες που είχε αναποδογυρίσει όταν το έσκασε τρέχοντας με το γράμμα στο χέρι, ακολουθώντας τα ίχνη της κοπέλας.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, είχε κάνει κι είχε πιει έναν ελληνικό καφέ και είχε ξεχαστεί,κάποιοι μόνιμοι θαμώνες έπαιζαν χαρτιά στη γωνιά τους,  όταν άκουσε θόρυβο. Γύρισε και είδε μια άγνωστη, νεαρή κοπέλα,να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να τοποθετεί έναν φάκελο στα πόδια της ...
- Ξέρω, της λέει, καθώς πλησιάζει, ένα φραπέ, σκέτο,αχτύπητο!
-Καθίστε, του είπε εκείνη, χωρίς όμως ίχνος διαταγής στη φωνή της. Άρα, δε λάθεψα. Εσείς είσθε λοιπόν ο κυρ-Μιχάλης. Έρχομαι από την Ελπίδα. 
- Πού είναι το κορίτσι; Καλά είναι;
- Προσωρινά, ναι! Αλλά δε θα είναι για πολύ. Κινδυνεύει. Δηλαδή όλοι κινδυνεύουμε. Κι έτσι όπως έγιναν τα πράγματα κι εσείς κινδυνεύετε. Αλλά δεν ήξερα που αλλού να στραφώ για βοήθεια.... Θα τα πάρω με τη σειρά, όσο μπορώ... 

Εν τω μεταξύ, η ματιά της έπαιζε συνωμοτικά γύρω στο χώρο. Κοιτούσε διαρκώς έξω από τη τζαμαρία και μιλούσε όλο και πιο σιγανά. Ο κυρ Μιχάλης μετά βίας την παρακολουθούσε.
- Η Ελπίδα μεγάλωσε σε ίδρυμα, όπως ο Φώτης, ο φίλος της, όπως κι εγώ. Σε ορφανοτροφείο. Αυτή ήταν η κοινή μοίρα που μας ένωσε... Δεν γνωρίσαμε μάνα, ούτε πατέρα. Δεν νιώσαμε ποτέ το τρυφερό χάδι της μάνας. Δεν μεγαλώσαμε στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Δεν είχαμε την τύχη να παίξουμε στην πλάτη ενός πατέρα, δεν φτιάξαμε ένα παζλ μαζί, δεν κάναμε ποτέ μια οικογενειακή εκδρομή. Κανείς  δεν ήρθε να ρωτήσει με ενδιαφέρον το δάσκαλο για την επίδοση μας στο σχολείο. Γεννηθήκαμε άτυχοι. Αυτό! Άτυχοι! Με μια μοίρα σκληρή κι άδικη μας υποδέχθηκε τούτη η ζωή! Και δεν μάθαμε ποτέ γιατί...
- Κυρ Μιχάληηηηη! Έρχεσαι να πληρώσουμε. Θα την κάνουμε εμείς!
- Μισό κορίτσι μου, να με πληρώσει η "κομπανία"  κι επιστρέφω αμέσως!

Ο κυρ Μιχάλης πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην παρέα που ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. Δεν είχε το νου του να ακούσει τα αστεία τους, όπως άλλες φορές... Έδωσε τα ρέστα και γύρισε αμέσως να επιστρέψει στο τραπεζάκι όπου είχε αφήσει μόνο του το κορίτσι... Και τότε πάγωσε! Η καρέκλα ήταν άδεια!

Παράλληλες κινήσεις

Η άγνωστη κοπέλα είχε εξαφανιστεί.
«Μα πώς είναι δυνατόν; Τώρα δα μιλούσαμε… πού πήγε;» Ο κυρ-Μιχάλης σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο, έπειτα κατευθύνθηκε με βιασύνη προς την πόρτα του καφενείου και βγήκε με ορμή στο δρόμο. Κανείς. Ούτε ίχνος της κοπέλας – σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην είχε περάσει ποτέ από το μαγαζί του, σαν να μην είχαν καθίσει ποτέ μαζί στο ίδιο τραπέζι να μιλήσουν, έτσι χαμηλόφωνα και συνωμοτικά.

«Αυτή η ιστορία κοντεύει να με τρελάνει… μα τι έγινε, άνοιξε η γης και την κατάπιε;» μονολόγησε γεμάτος απορία και λιγάκι φουρκισμένος ο κυρ-Μιχάλης, μπαίνοντας και πάλι μέσα στο καφενείο του. Αποφάσισε να ρωτήσει την παρέα που έφευγε μήπως είχε δει κάτι, όμως αποδείχτηκε πως κανείς δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στην κοπέλα που καθόταν μαζί του.

Ο κυρ-Μιχάλης υποχρεώθηκε τελικά να πιέσει τον εαυτό του για να επανέλθει στις απαιτήσεις της δουλειάς του στο καφενείο. Πίεσε τον εαυτό του πολύ… και προσπάθησε, όσο βέβαια ήταν αυτό δυνατό, να καταπνίξει προσωρινά κάθε σκέψη που γεννιόταν στο νου του σχετικά με όλο αυτό το μυστήριο – για μια τρομερή στιγμή, αναπάντητα ερωτήματα,  εικασίες που κατέληγαν σε αδιέξοδα, αδικαιολόγητες κινήσεις τρίτων, χαμένα πρόσωπα και κίνδυνοι από το πουθενά αιωρήθηκαν για λίγο ασύνδετα στο νου του κι έπειτα, συμμαζεύτηκαν όπως-όπως σε μια ακρούλα του και φυλάχθηκαν καλά, για μια μετέπειτα επεξεργασία.

Όσο ο κυρ-Μιχάλης έδινε μάχη για να επιβληθεί στον εαυτό του και στις σκέψεις του, εξυπηρετώντας - φαινομενικά ήρεμος - τους θαμώνες του καφενείου, σε ένα άλλο μέρος του κόσμου κι από ένα άλλο οίκημα, νεαρά ζευγάρια ξεκινούσαν να κάνουν αυτό που είχαν διαταχθεί.  Το πρώτο νέο ζευγάρι εγκατέλειψε το χώρο και κατευθύνθηκε ανατολικά, ένα άλλο αμέσως μετά το ακολούθησε και κατευθύνθηκε νότια, κι ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα… παίρνοντας διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα, και προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Όλοι τους γύρω στα 30, ντυμένοι προσεγμένα, έβγαιναν από το κτίριο με βλέμμα κενό. Την επόμενη στιγμή, το βλέμμα τους άλλαζε, αποκτώντας μια μελετημένη γλυκύτητα και την όψη ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Αν τους κοιτούσε προσεκτικά κανείς, το μόνο που θα παρατηρούσε και θα θυμόταν έπειτα θα ήταν το πόσο αγαπημένοι έδειχναν μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν γνωρίζονταν καν… αλλά αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους και από τη Λεγεώνα.

Κάθε ζευγάρι κατευθυνόταν προς μια διαφορετική πόλη. Όλα τα ζευγάρια θα πήγαιναν σε ένα ορφανοτροφείο. Και όλα τα ζευγάρια θα έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας κι από ένα παιδί. Αρκετά μικρό για να μην ξέρει, αρκετά μικρό για να μην καταλαβαίνει, αρκετά μικρό για να μην θυμάται. Όλες οι απαραίτητες διαδικασίες είχαν ήδη κανονιστεί – στα μάτια κάποιου τρίτου, όλες οι διαδικασίες είχαν γίνει νομίμως. Στην πραγματικότητα, η Λεγεώνα είχε κινηθεί παράνομα και αρκετά υπογείως…  μα ο σκοπός λένε αγιάζει τα μέσα, κι ο σκοπός της Λεγεώνας ήταν προκαθορισμένος και μελετημένος εδώ και πολύ καιρό. Τα παιδιά τούς ήταν απόλυτα χρήσιμα.

Όσο τα ζευγάρια πραγματοποιούσαν αυτό που είχαν διαταχθεί, η Ελπίδα έβγαινε από το χώρο που θεωρούσε, τουλάχιστον για την ώρα, σπίτι της. Θα συναντούσε τη Νάντια, την κοπέλα που είχε στείλει να προειδοποιήσει τον κυρ-Μιχάλη για τον κίνδυνο. Έπρεπε να μάθει πώς είχε πάει η συνάντησή τους, κι αν η Νάντια είχε δώσει στον κυρ-Μιχάλη να καταλάβει πως ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τι ακριβώς συνέβαινε στα ορφανοτροφεία και πως χρειάζονταν βοήθεια.

Ξεκλειδώνοντας το νοικιασμένο αυτοκίνητό της, η Ελπίδα βρήκε στο κάθισμα του συνοδηγού, πάνω στο χαρτοφύλακά της, ένα χάρτινο φάκελο. Θορυβήθηκε. Δεν τον είχε αφήσει η ίδια εκεί, ούτε κάποιος άλλος δικός της. Κατάλαβε αμέσως από πού προερχόταν. Τον άνοιξε με τρεμάμενα χέρια και μέσα του ανακάλυψε ένα CD.  Με όλες τις αισθήσεις της τεταμένες και με πυρετώδεις  κινήσεις,  το τοποθέτησε στο CD-player του αυτοκινήτου. Στην αρχή, δεν ακούστηκε τίποτε. Κι έπειτα, μια βαριά, κοφτή και αλλοιωμένη φωνή γέμισε το μικρό χώρο και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο της να ορθωθούν.

«Σας προειδοποιήσαμε. Και όχι μία φορά. Ξεκινήσατε τη δική σας σταυροφορία. Εναντίον μας; Είμαστε πιο δυνατοί από εσάς. Και δε θα σταματήσουμε. Αυτός που αναζητάς είναι μαζί μας… για λίγο ακόμη. Νομίζεις πως τον βοηθάς μπλέκοντας κι άλλους, Ελπίδα; Μιλάτε πολύ. Μιλάτε πολύ… και το ξέρουμε. Τώρα λοιπόν καλείσαι να πάρεις αποφάσεις. Αυτόν που αγαπάς; Τους φίλους που σε στηρίζουν; Ή κάποια παιδιά που εσύ δεν γνωρίζεις, ούτε θα γνωρίσεις ποτέ, και κανείς δεν νοιάζεται γι΄αυτά; Τα πράγματα είναι απλά: ποιον θα διαλέξεις να σώσεις, Ελπίδα; Ο χρόνος σου τελειώνει…»

Η σκληρή φωνή σταμάτησε απότομα να μιλά. Η Ελπίδα είδε μεμιάς μπροστά της την εικόνα του μικρού Βασίλη και της ξανθούλας Όλγας, που σε μια νύχτα εξαφανίστηκαν από το ορφανοτροφείο. Από το δικό τους ορφανοτροφείο - από τα κρεβάτια δίπλα τους. Εκείνη, η Νάντια και ο Φώτης ήταν μικροί… μα όχι και τόσο μικροί. Εκείνο το ίδιο βράδυ και πριν από την εξαφάνιση των δυο μικρότερων παιδιών, δόθηκε σε όλα τα παιδιά ένα χάπι, δήθεν για την «ίωση» - έτσι τους είπαν. Υποψιασμένοι, μιας και σπάνια συνέβαινε αυτό κι επειδή δεν ένιωθαν καθόλου άρρωστοι, η Ελπίδα, η Νάντια και ο Φώτης αρνήθηκαν να το καταπιούν και το έφτυσαν κρυφά στη χούφτα τους, όταν έφυγαν οι υπεύθυνες του θαλάμου. Έτσι δεν κοιμήθηκαν. Και είδαν, πίσω από τα μισόκλειστα μάτια. Είδαν τα πάντα. Και δεν ξέχασαν. Ήταν οι μόνοι από όλα τα παιδιά στο θάλαμο που είδαν… και δεν ξέχασαν ποτέ πως υπήρξαν κάποτε μαζί τους, ανάμεσά τους, ο Βασίλης και η Όλγα. Κανένα άλλο παιδί δε τους ξαναθυμήθηκε έκτοτε.    

Οι τρεις φίλοι συνειδητοποίησαν πολύ γρήγορα πως κάποιοι, άγνωστοι σ΄αυτούς, κινούσαν τα νήματα της ζωής τους εν αγνοία τους. Όπως και όλα τα άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου, έτσι κι εκείνοι, δεν ήξεραν από πού προέρχονταν, ποιοι ήταν οι γονείς τους και πώς είχαν καταλήξει εκεί. Και πέρα από αυτό, δεν καταλάβαιναν το λόγο που είχαν εξαφανιστεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, τα δυο μικρά παιδιά από το ίδρυμα και κανείς πια δεν μιλούσε γι΄αυτά.
Μεγαλώνοντας, η Ελπίδα, ο Φώτης και η Νάντια αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να βρουν τις απαντήσεις στα τόσα ερωτήματα. Ποτέ δεν φαντάστηκαν το πόσο δύσκολο αυτό θα ήταν και το πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να αποβεί η συλλογή των πληροφοριών… Ήταν μια άνιση μάχη, μια σταυροφορία ενάντια σε πολύ ισχυρούς αντιπάλους.

Η Ελπίδα, συναισθηματικά φορτισμένη πια, αφαίρεσε το CD από τη συσκευή και αναλύθηκε σε δάκρυα. Τι έπρεπε τώρα να κάνει; Πόσο, ποιους και με ποιο τρόπο θα επηρέαζε μία της απόφαση; Ο χρόνος της τελείωνε… και χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια.

"Φ"

Όση ώρα ο κυρ-Μιχάλης μάζευε τα άδεια ποτήρια απ’ το τραπεζάκι που καθόταν η παρέα, το μυαλό του δούλευε μεθοδικά κι έκανε προβολή των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Η κοπέλα που εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, την ώρα ακριβώς που του ξεδίπλωνε τις πτυχές μιας περίεργης ιστορίας. Η απροσδόκητη φωνή του πελάτη που τον φώναξε, σχεδόν επιτακτικά, για λογαριασμό…Ακόμα ηχούσε στ’ αυτιά του εκείνη η τσιριχτή φωνή. Ανατρίχιασε σε μια φευγαλέα σκέψη, πως η φωνή αυτή του ήταν γνώριμη. Όχι όμως απ’ τους τακτικούς πελάτες του, που επισκέπτονταν συχνά το καφενείο. Τα παιδιά της σχολής και κάτι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι που παίζανε τάβλι τ’ απογεύματα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως κανείς απ’ τους πελάτες του δεν θα διέκοπτε μια προσωπική του κουβέντα, φωνάζοντας σχεδόν αδιάκριτα. Τις πιο πολλές φορές, πηγαίνανε οι ίδιοι στο εσωτερικό του καφενείου για να πληρώσουν. Κυρίως αν τον βλέπανε να κάθεται για να ξεκουράσει τα πόδια και τη μέση του. Κι ύστερα, θυμήθηκε το έντρομο βλέμμα της κοπέλας όση ώρα του μιλούσε, καθισμένη σε μιαν απόμερη γωνιά στα ενδότερα του καφενέ. Την αεικίνητη ματιά της πέρα-δώθε και τη διάχυτη ανησυχία της μήπως τους παρακολουθεί κάποιος. Επανέφερε τη σκηνή στο μυαλό του. Ο τύπος που τον ρώτησε με μακρόσυρτη φωνή για το λογαριασμό, οι αργές κινήσεις του μέχρι ν’ ανοίξει το μαύρο χαρτοφύλακά του… κι ύστερα τα επιτηδευμένα αστεία του, που δεν πρόδιδαν άνθρωπο που βιάζεται.  Σαν αναλαμπή, θυμήθηκε  τη στιγμή που του απόσπασε την προσοχή, δείχνοντάς του ένα παλιό αρχοντικό στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τον ρώτησε αν γνωρίζει τον ιδιοκτήτη, γιατί ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει ένα ακίνητο στην περιοχή…

Το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ήρθε και ταίριαξε απόλυτα στην εικόνα! Όση ώρα μέτραγε τα ρέστα, είχε αντιληφθεί κάποιον απ’ την παρέα, να σηκώνεται και να κατευθύνεται στο εσωτερικό του καφενείου. Κι ήταν όλοι τους, ίδιας κοψιάς άνθρωποι. Γύρω στα τριάντα, καλοντυμένοι και με σκούρα γυαλιά. Κι εκείνο το “Κυρ-Μιχάλη”, του θύμισε έντονα τη χροιά μιας γνώριμης φωνής. Από ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Η φωνή ήταν το ίδιο παγερή με τη νύχτα εκείνη. “Πάτροκλος;” Όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ανατρίχιασε. 

Στον ίδιο χωροχρόνο, η Ελπίδα επιστρατεύει όση αυτοκυριαρχία της έχει απομείνει και βάζει μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Το ραντεβού με την Νάντια είναι σε λίγα μόλις λεπτά και πρέπει να βιαστεί. Στο ράδιο παίζει ένα τραγούδι κι οι στίχοι, της τραβούν την προσοχή “Σ’ έψαχνα μια ζωή / τώρα ίχνη σου γυρεύω στο χάρτη / χάθηκες μια στιγμή / γέμισε ο ουρανός μου με δάκρυ”. 

Ο κυρ-Μιχάλης κλείνει το ραδιόφωνο. Κατεβάζει τους διακόπτες κι ετοιμάζεται να τραβήξει το μάνταλο της εισόδου και να κλειδώσει το μαγαζί. Είναι εξαντλημένος απ’ την ένταση. 

Η Ελπίδα οδηγάει βουρκωμένη. Τα χέρια της τρέμουν και με δυσκολία τα σταθεροποιεί πάνω στο τιμόνι. Παρκάρει και τραβάει απότομα χειρόφρενο, ψιθυρίζοντας μια προσευχή:"Όποιος κι αν είσαι εκεί πάνω, Θεός ή Άγγελος, φώτισέ με και βοήθα με… Σ’ έχω μεγάλη ανάγκη!"

- Μιχάλη… 
- Ι…Ι…. Ισιδώρα! Εσύ εδώ; 
- Κλείσε όλα τα φώτα και μαντάλωσε την πόρτα. Πρέπει να σου πω…

Η εξώπορτα της πολυκατοικίας είναι ανοιχτή. Τη σπρώχνει και κατευθύνεται στη γκαρσονιέρα του ισογείου. Πίσω της περνάει ένας καλοντυμένος κύριος που κατέβαινε το κλιμακοστάσιο. Της ρίχνει μια στιγμιαία ματιά και κατευθύνεται στην έξοδο. Το δάχτυλό της κινείται προς το κουδούνι. Δεν προλαβαίνει να το αγγίξει. Η πόρτα ανοίγει απότομα και πίσω της εμφανίζεται η Νάντια. Το πρόσωπό της είναι αλλοιωμένο κι ανέκφραστο. Σαν να μην είχαν ιδωθεί ποτέ ως τώρα. Έτσι την ένιωσε. Ξένη κι απόμακρη. Της κάνει νόημα να μπει μέσα και να κάτσει στο μοναδικό έπιπλο που υπάρχει στο μικροσκοπικό χώρο. “Πάω να φτιάξω ένα φραπέ. Θέλεις;” “Τέτοια ώρα; Θα στοιχειώσουμε το βράδυ απ’ την αϋπνία…” της απαντάει, προσπαθώντας να διεισδύσει στα μάτια της φίλης της. Να αποκρυπτογραφήσει την παγερή στάση της. Την παρακολουθεί με γυρισμένη την πλάτη να ετοιμάζει τους καφέδες. Διακρίνει τον εκνευρισμό της, στις απότομες κινήσεις της. Σερβίρει τους καφέδες σ’ έναν ξύλινο δίσκο και κάθεται δίπλα της. Η Ελπίδα παρατηρεί το τρέμουλο στα χέρια της φίλης της. Κινεί το καλαμάκι στο ποτήρι, σαν να θέλει να σχηματίσει γράμματα πάνω στον αφρό. Παίρνει όρκο, πως ένα “Φ” είναι ένα απ’ αυτά. Ίσως και το πρώτο… 

Μιλάει ασταμάτητα. Τα χέρια της τρέμουν. Του φαίνονται ακατάληπτα αυτά που του διηγείται. Προσπαθεί να τα αποθηκεύσει στη μνήμη του, για να τα επεξεργαστεί αργότερα. “Είναι ένα κύκλωμα ολάκερο… Εμπορεύονται μωρά… Απ’ όλες τις άκρες της γης. Από ανεπιθύμητες γέννες κυρίως… Εξαγοράζουν κιόλας. Σε περιοχές που τα παιδιά θεωρούνται εμπόρευμα. Στήνουν κοινωφελή ιδρύματα για να εισπράττουν δωρεές και χορηγίες… Τα μαζεύουν, τα χωρίζουν σε κατηγορίες και τα διακινούν σ’ όλον τον πλανήτη… Τα καλά κομμάτια τα χρυσοπουλάνε στις πιάτσες των δυτικοευρωπαίων που διψάνε για σεξ με ανήλικα… Kάποια λιγότερο τυχερά, καταλήγουν σε χειρουργικά τραπέζια και τους αφαιρούν τα όργανα. Όσα δεν είναι γερά και τους είναι άχρηστα, τα θανατώνουν… Ίσως άκουσες τις προάλλες για έναν ομαδικό τάφο μωρών, στις Φιλιππίνες… Τους κάνανε πειράματα με αδοκίμαστα εμβόλια και ισχυρά φάρμακα. Όσα πέθαναν, τα θάψανε σε μιαν απόμερη περιοχή έξω απ’ την Μανίλα… ”

- Ισιδώρα μου… πώς; Θέλω να πω… πώς βρέθηκες εσύ μπλεγμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη; 
- Δεν έχω πολύ χρόνο… Θα σου πω τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγω. Η Ελπίδα κινδυνεύει. Είναι απ’ τα παιδιά που επιλέχτηκε για τις δραστηριότητες του κυκλώματος στην Ελλάδα. Οι οδηγίες διακινούνται μέσω υψηλόβαθμων στην ιεραρχία. Σε ανύποπτους χώρους και χρόνους… μέσα σ’ ένα χαρτοφύλακα συνήθως, ή σ’ ένα βιβλίο που ξεχνιέται στο τραπεζάκι ενός εστιατορίου και τον βρίσκει ο επόμενος… 
- Ξέρω… Άθελά μου, υπήρξα μάρτυρας σ’ αυτό το αλισβερίσι. 
- Το πατρικό μου σπίτι είναι για ξεκάρφωμα. Ψάχνουν μέρη που οι ιδιοκτήτες τους έχουν καθαρό μητρώο, για να μην κινούν τις υποψίες της αστυνομίας. Τα υποτιθέμενα ζευγάρια είναι πειθήνια όργανά τους και διεκπεραιώνουν τις άνωθεν εντολές. Προφανώς υπήρξαν και οι ίδιοι, αρπαγμένα παιδιά ενός ιδρύματος. Νεκρώνονται ψυχικά και εκτελούν απλά εντολές.
- Και πώς φτάσανε σε σένα; 
- Εγώ πήγα σ’ αυτούς. Πάνε χρόνια. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Θυμάσαι τον πατέρα μου ε; Θα με σκότωνε και μένα και το μωρό. Δεν είχα επιλογή παρά να δεχτώ τη συμφωνία μιας κυρίας που ήταν επίτροπος σ’ ένα ίδρυμα. Γέννησα την κόρη μου και την πήραν αμέσως. Ήταν όλα νομιμοφανή. Είχα εκβιαστεί να υπογράψω κάτι χαρτιά και η συμφωνία ήταν να εισπράξω ένα ακριβό αντίτιμο και να ξεχάσω για πάντα τι είχε γίνει. Με τα χρήματα αυτά, έφυγα απ’ το πατρικό μου και έζησα μόνη στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα, έκανα έναν αποτυχημένο γάμο και επέστρεψα εδώ μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχε ήδη φύγει… 
- Ναι, θυμάμαι… Και το παιδί; Τι απόγινε; 
- Ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω ή να ψάξω γι αυτήν. Το παρελθόν μου με καίει Μιχάλη… Σα λαβωμένο σίδερο που είναι μπηγμένο στην καρδιά μου ισόβια… Ούτε είχα σκοπό να ανακινήσω κάτι. Μέχρι που βρέθηκε η Ελπίδα στο σπίτι. Την είδα και λύγισα. Το ίδιο κι αυτή. Μοιάζουμε τόσο πολύ… Μα κι αν ακόμα θέλαμε να μάθουμε την αλήθεια, ποτέ δεν θα το καταφέρουμε. Όλα τα χαρτιά είναι αλλοιωμένα ή εξαφανισμένα. Και ξέρεις Μιχάλη; 

- Πες μου… αν η Ελπίδα είναι κόρη σου… σωστά τα σκέφτομαι; 
- Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό. Συγχώρα με αλλά δεν έχω κουράγιο να σκεφτώ τίποτα πια… Κι ύστερα απ’ αυτή την επίσκεψη, αμφιβάλλω αν θα με ξαναδείς ζωντανή… Έχουν τον τρόπο τους να μαθαίνουν τα πάντα. Φτιάχνουν στρατιές ανθρώπων που υπάρχουν ανάμεσά μας και δρουν ύπουλα. Κάποια μέρα… 

“… Θα εξουσιάσουμε το σύμπαν αγαπητές μου! Τι κρίμα να μην είστε εκεί για να το δείτε! Ετοιμαστείτε, γιατί σας περιμένουν κάποιοι παλιοί φίλοι σας… Ελπίδα, δεν θα το πιστέψεις, αλλά απόψε θα συναντηθείς με τη γυναίκα που σε γέννησε. Για μία και μοναδική φορά, θα έχεις την ευκαιρία να την δεις. Μετά θα κάνετε όλοι μαζί, ένα μακρινό ταξίδι δίχως επιστροφή…” 

Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να καταλάβει αν το “Φ”, ερμηνευόταν ως “Φώτης” ή “Φύγε!”. Λίγη ώρα αφότου μπήκε στη γκαρσονιέρα της Νάντιας, πέντε κουστουμαρισμένοι άντρες εισέβαλαν απ’ την πόρτα, κραδαίνοντας…

Διαφυγή

Τα όπλα τους στα χέρια λες και είχαν να αντιμετωπίσουν ολόκληρο επίλεκτο τάγμα κι όχι δυο ανυπεράσπιστες γυναίκες που τους κοιτούσαν με μάτια θολά από τον φόβο. Οι επίλεκτοι της Λεγεώνας τις είχαν βρει. Η Ελπίδα πετάχτηκε όρθια με τα γόνατα να τρέμουν και την αδρεναλίνη να κυλά ορμητικά στις φλέβες της ενώ η Νάντια παρέμεινε παγωμένη, με πρόσωπο σαν κέρινη μάσκα και  τα μάτια επίμονα καρφωμένα στο τραπεζάκι με τους καφέδες. Η ένταση ήταν τόσο έντονη, σχεδόν χειροπιαστή μέσα στον μικρό χώρο, ένα αποπνικτικό σύννεφο που τύλιγε τα ανθρώπινα κορμιά και είχε βουτήξει τις δυο γυναίκες από τον λαιμό. Τα όπλα ίδια με τα σκοτεινά μάτια της κόλασης παρακολουθούσαν την κάθε τους ανάσα, την παραμικρή τους κίνηση.

Χιλιάδες σκέψεις κύλισαν στο μυαλό της Ελπίδας ορμητικές σαν οργισμένο ποτάμι… δεν θα πρόφταινε ούτε την μητέρα της να γνωρίσει κι αυτό της το χρωστούσε η ζωή… μέχρι και λίγη ώρα πριν ήταν τόσο σίγουρη πως επιτέλους θα συναντούσε την γυναίκα που την έφερε στον κόσμο και τώρα ένοιωθε τόσο απελπισμένη πια ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Δεν θα την άφηναν να ζήσει, έστω για λίγο ακόμα, να δει τα μάτια της μητέρας της, να την αγκαλιάσει, να την ρωτήσει αυτό το μεγάλο «γιατί» που υπήρχε μέσα της από τότε που ένοιωσε τον κόσμο.
Γιατί με άφησες; Γιατί δεν ρώτησες ποτέ για εμένα; Γιατί δεν νοιάστηκες; Τόσα πολλά ερωτηματικά αλλά ίσως και να μην ρωτούσε τίποτα… να της έφτανε να την δει, να την αγγίξει, να μυρίσει τα μαλλιά της να την σφίξει στον κόρφο της, να διώξει από πάνω της αυτή την μυρωδιά του ορφανοτροφείου. Αυτή την πικρή μυρωδιά του αντισηπτικού και της ποτάσας που έριχναν για απολύμανση στα πατώματα, στους νιπτήρες, ακόμα και τα ρούχα τους από φτηνό κάμποτο που πλήγιαζε τα τρυφερά κορμάκια τους τα έπλεναν με ποτάσα.

Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν μέσα σε αφόρητη σιωπή, σαν κάτι να περίμεναν όλοι αυτοί που τις κοιτούσαν με πέτρινα μάτια… κάτι ή κάποιον… Η Νάντια δεν άντεξε.Έκανε να σηκωθεί όρθια, μα το γόνατό της σκούντησε απότομα στο τραπεζάκι και  τα γυάλινα ποτήρια με τους καφέδες και τα νερά κύλισαν στο πάτωμα κι έγιναν θρύψαλα με έναν θόρυβο που ακούστηκε σαν πιστολιά μέσα στο δωμάτιο.Δεν ήταν παρά ένα μικρό ''παφ'' αυτό που ακούστηκε και από τον μαύρο κύλινδρο του σιγαστήρα βγήκε μια διάφανη στήλη καπνού.

Την ίδια στιγμή ένας τεράστιος κόκκινος λεκές φάνηκε στο στήθος της κοπέλας απλώθηκε στην κίτρινη μπλούζα της σαν κόκκινο τριαντάφυλλο και μια γλυκερή μυρωδιά  άρπαξε την Ελπίδα από τον λαιμό κόβοντάς της την ανάσα. Στα μάτια της Νάντιας ζωγραφίστηκε η έκπληξη κι άπλωσε τα χέρια για να κρατηθεί, όμως η ζωή έφευγε γοργά από μέσα της μαζί με το αίμα που κυλούσε ρυθμικά στα πλακάκια, με τους τελευταίους σφυγμούς της καρδιάς της. Η Νάντια, η δυνατή Νάντια που της ψιθύριζε παραμύθια μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του ορφανοτροφείου, που της κρατούσε το χέρι κρυφά τα βράδια για να μη φοβάται το σκοτάδι, που την προστάτευε από τα μεγαλύτερα παιδιά παίζοντας ξύλο σαν αγόρι μαζί τους δεν υπήρχε πια. Η Λεγεώνα την είχε νικήσει.

Η Ελπίδα κατάλαβε πως έφτασε κι η δική της ώρα. Ο χρόνος της είχε τελειώσει. Άπλωσε το χέρι δίπλα της στον τοίχο κι έκλεισε τον διακόπτη του ρεύματος. Στην στιγμή όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι και μέσα στην αναταραχή που επικράτησε, με σβέλτες κινήσεις γλίστρησε  στο μικρό μπάνιο πίσω της και κλείδωσε την πόρτα. Ήλπιζε πως αυτό θα τους καθυστερούσε έστω για λίγο. Πάτησε επάνω στην λεκάνη κι έφτασε το μικρό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Μόλις που χωρούσε να περάσει, έγδαρε άσχημα τις παλάμες της  και κάπου ένοιωσε έναν φρικτό πόνο ψηλά στο πόδι της ενώ άκουγε να σκίζεται και το ύφασμα του παντελονιού της. Τα κατάφερε όμως και έπεσε με την πλάτη επάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου.

Πονούσε αφόρητα, δυσκολευόταν ακόμα και να αναπνεύσει, είχε χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι κι ήταν μισοζαλισμένη, όμως ήταν αδύνατον πια να σταματήσει για να κοιτάξει τις πληγές της. Ο θόρυβος από την πόρτα του μπάνιου που έσπαγε, έφτασε μέχρι τα αυτιά της, δεν είχε παρά μόνο ελάχιστα λεπτά μέχρι να την εντοπίσουν, γι αυτό παραπατώντας σε κάθε βήμα τράβηξε προς την γωνία που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της. Ευτυχώς είχε ακόμα τα κλειδιά στην τσέπη της γιατί  με τα πόδια στην κατάσταση που ήταν δεν θα μπορούσε να πάει μακριά.

Σύρθηκε σχεδόν στο αμάξι της, έβαλε εμπρός κι έφυγε όσο πιο ήσυχα γινόταν για να μη δώσει στόχο. Που θα πήγαινε; Σε ποιον να έχει πια εμπιστοσύνη; Μόνο ο κυρ Μιχάλης ήταν στην σκέψη της, μα θα τον έβαζε σε μπελάδες… άσε που ήταν σίγουρη πως κι εκείνον πια θα τον παρακολουθούσαν.

Ένας φρικτός πονοκέφαλος αποσυντόνιζε τις σκέψεις της, όμως αυτό το ''Φ'' που χάραζε επίμονα στο ποτήρι της η Νάντια σαν μέλισσα τριγύριζε στο μυαλό της. Τι ήταν αυτό; Τι μήνυμα ήθελε να της περάσει η φίλη της πριν πέσουν στα χέρια της Λεγεώνας; Φύγε μας της έχουν στημένη; Φώτης; Ψάξε να βρεις τον Φώτη; Και που να ψάξει; Εκείνος είχε χαθεί ξαφνικά, τις είχε εγκαταλείψει εδώ και αρκετό καιρό… Φρυκτωρία!!! Μα πως δεν το κατάλαβε από την αρχή; Η Νάντια της έλεγε να κρυφτεί σε μια από τις φρυκτωρίες τους!!!

Όταν ξεκίνησαν την σταυροφορία τους απέναντι στην Λεγεώνα ο Φώτης είχε νοικιάσει δυο διαμερίσματα, σε διαφορετικά ονόματα το καθένα και δεν πήγαιναν ποτέ σε αυτά, ούτε και τα είχαν δει ποτέ οι δυο κοπέλες. Ήξεραν μόνο την θυρίδα που ήταν κρυμμένα τα κλειδιά των διαμερισμάτων κι ότι εκεί θα έπρεπε να καταφύγουν μόνο στην έσχατη ανάγκη για να γλυτώσουν την ζωή τους. Θα έβρισκαν πλαστά έγγραφα, χρήματα και καινούργιες ταυτότητες για να αρχίσουν ξανά από την αρχή και οδηγίες για να επικοινωνήσουν με ''αόρατους φίλους'' που θα τους βοηθούσαν να ξεφύγουν. Ποτέ δεν τους είπε ο Φώτης που έβρισκε τα χρήματα για να τα κάνει όλα αυτά… κάποια στιγμή όμως του είχε ξεφύγει πως υπάρχει μια Οργάνωση  που προσπαθεί να βάλει φρένο στα βρώμικα παιχνίδια της Λεγεώνας. Έπρεπε να φτάσει στην Φρυκτωρία… να ξεφύγει… να ζήσει… να τους νικήσει.

Πόσο ήθελε να κλάψει, να κουλουριαστεί σε μια γωνιά μέχρι να σταματήσουν οι πόνοι από τις πληγές της και να κλάψει για ώρες… όμως αυτό ήταν πολυτέλεια κι η Ελπίδα δεν είχε χρόνο για πολυτέλειες. Όταν θα έφτανε  στο αόρατο διαμέρισμα θα μπορούσε να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις της. Από συνήθεια κοίταξε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου κι αυτό που είδε της πάγωσε το αίμα.

Ένα θηριώδες κατάμαυρο τζιπ με φιμέ τζάμια την ακολουθούσε κι ερχόταν ορμητικά, ολοταχώς κατ’ επάνω της. Η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη. Το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν…

Μοιραία συνάντηση

Το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν ή να παραδοθεί στη μοίρα που η Λεγεώνα της είχε προκαθορίσει ή να ξεφύγει. Πάτησε ενστικτωδώς το γκάζι. Το μαύρο τζίπ επιτάχυνε με ολοφάνερο το σκοπό της καταδίωξης. Ήταν ο στόχος! Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλάει  στο πρόσωπο της. Τα χέρια της παγωμένα μα σταθερά. Έστριψε απότομα το τιμόνι του αυτοκινήτου, το οποίο σε μια ξέφρενη πορεία βγήκε από το δρόμο. ‘Όταν το αυτοκίνητό σταμάτησε την τρελή πορεία του, άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη την πόρτα και πήδηξε με δύναμη έξω. Το κορμί της πονούσε και από το πόδι της έτρεχε αίμα, μα δεν την ένοιαζε. Ήθελε να ζήσει! Άρχισε να τρέχει με όση δύναμη μπορούσε.

Το μαύρο τζίπ συνέχισε την πορεία του και έστριψε απότομα λίγο παρακάτω, όταν οι επιβάτες του αντιλήφθηκαν τι συνέβη. 
-Να πάρει... είπε βλοσυρά ο οδηγός και έφτυσε με οργή. Δύο κουστουμαρισμένοι γεροδεμένοι άντρες κατέβηκαν γρήγορα από το τζιπ. Άρχισαν σαν λαγωνικά να ψάχνουν για την κοπέλα.

Για καλή της τύχη, βρέθηκε σε ένα απόμερο δασύλλιο στα περίχωρα της πόλης. Το βαθύ σκοτάδι της νύχτας σε συνδυασμό με την πυκνή βλάστηση ήταν με το μέρος της. Κρύφτηκε σε μια συστάδα από θάμνους. Κουλουριάστηκε σαν μικρό πληγωμένο κουτάβι και ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα λύτρωσης που κατάφερε να ξεφύγει μα συνάμα και κλάματα πόνου για τον άδικο χαμό της Νάντιας. Μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος βαθύς και ταραγμένος.

Άνοιξε απότομα τα μάτια καθώς μια ελαφριά ακτίνα ηλίου φώτισε το μικρό καμαράκι από μια χαραμάδα. Πατάχτηκε κατευθείαν όρθια.
- Καλημέρα! της είπε καλοσυνάτα μια μεσήλικη γυναίκα. 
- Που βρίσκομαι; ποια είσαι εσύ; πως βρέθηκα εδώ; Ρώτησε και ο φόβος ήταν ολοφάνερος στη φωνή της.
- Με λένε Μάρθα. Σε βρήκε τα χαράματα στο δασύλλιο  ο Ανέστης, ο γιος μου.
- Ήσουν χτυπημένη και σχεδόν λιπόθυμη, πετάχτηκε ο Ανέστης, που δεν μιλούσε μέχρι τώρα. Σε μετέφερα στους ώμους μου μέχρι εδώ. Η μάνα περιποιήθηκε τις πληγές σου. Τι σου συνέβη κοπέλα μου;
- Σε παρακαλώ Ανέστη μη ρωτάς. Θέλω μόνο μια χάρη. 
Τα χέρια της άγγιξαν απαλά το λαιμό της. Έβγαλε με ευλάβεια την αλυσίδα που φορούσε. Με τρεμάμενα χέρια ξεκρέμασε ένα μενταγιόν. Το άνοιξε και μέσα κρυβόταν ένα σταυρουδάκι. Στη πίσω πλευρά του ήταν χαραγμένη μια διεύθυνση Φ Αγάπης 33 .
 - Ανέστη θέλω να με πας σε αυτή τη διεύθυνση. Όχι τώρα όμως, το βράδυ. Και σε παρακαλώ κυρία Μάρθα φέρε μου ένα ψαλίδι και ένα καθρέπτη.  

Η γυναίκα την κοίταξε παράξενα μα της έφερε όσα της ζήτησε η όμορφη κοπέλα. Η Ελπίδα ξεκίνησε να κόβει τούφα- τούφα τα μαλλιά της κάτω από τα απορημένα βλέμματα μάνας και γιου. Χρυσοχάλκινες μπούκλες έπεφταν στο πάτωμα. Σε λίγη ώρα είχε μεταμορφωθεί. Τα άλλοτε χρυσοχάλκινα μακριά μαλλιά της πήραν θέση από ένα αγορίστικο κοντό κούρεμα. Μα εξακολουθούσε να είναι όμορφη, με αυτά τα μάτια τα υπέροχα γαλαζοπράσινα.                                             
-Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω αυτά τα μάτια. Κρύβουν μυστήριο και ζεστασιά μαζί, σκέφτηκε ο Ανέστης και ένοιωσε τρυφερά τσιμπήματα στο μέρος της καρδιάς... Θα κάνω τα πάντα για αυτή...

Η νύχτα των αποφάσεων

Σαν σκιές η Ελπίδα κι ο Ανέστης γλιστρούσαν στους έρημους από ανθρώπους δρόμους. Πότε πότε τα φώτα κάποιου αυτοκινήτου διαπερνούσαν το σκοτάδι και τους τύφλωναν. Συνέχιζαν όμως να περπατούν βιαστικά. Ο Ανέστης κάθε λίγο αποτολμούσε ένα βλέμμα προς το μέρος της. Η Ελπίδα έπιασε ένα από εκείνα τα βλέμματα κι ένιωσε παράξενα. Κάτι είχε αυτός ο άντρας που της προκαλούσε ταραχή. Μεγαλύτερη ταραχή όμως της προκάλεσε το τζιπ που κατευθύνονταν προς την περιοχή από την οποία εκείνοι έρχονταν.
Οι σφυγμοί της άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, καθώς συνειδητοποίησε πως ο μόνος λόγος που το τζιπ δε φρέναρε απότομα, ήταν το ότι δεν την αναγνώρισαν αυτοί που ήταν μέσα. Έψαχναν για μια γυναίκα και είδαν δυο άντρες. Επιτάχυναν το βήμα τους και σε λίγο χάθηκαν μέσα στους δρόμους της πόλης. 

Κάπου στο κέντρο της ήταν το διαμέρισμα που έψαχναν. Σε λίγο θα ήταν ασφαλής. Έτσι έλεγε συνέχεια στον εαυτό της, μα ήξερε πως ποτέ πια δε θα ήταν ασφαλής. "Ποτέ δεν ήμουν" συνειδητοποίησε με πίκρα, "όπως ποτέ δεν ήταν και η ακριβή μου η Νάντια". Με κόπο έπνιξε ένα λυγμό και προσπάθησε να επικεντρωθεί στο παρόν. Τουλάχιστον τώρα θα μπορούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της και να παλέψει. Να παλέψει για τη ζωή της, να παλέψει για όσα έπρεπε να είχε παλέψει εδώ και χρόνια. Έπρεπε να καταφέρει να φτάσει στα ίχνη της Οργάνωσης που θα τη βοηθούσε να πολεμήσει τη Λεγεώνα. Εύχονταν και προσεύχονταν σε όλους τους Θεούς να υπήρχαν αρκετά στοιχεία στο διαμέρισμα που έτρεχε τώρα να κρυφτεί. Σίγουρα θα έβρισκε μιαν άκρη. Αυτή η σκέψη της έδωσε δύναμη και γυρνώντας προς το μέρος του Ανέστη δοκίμασε για πρώτη φορά εδώ και καιρό να χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε.

Η Μάρθα άκουσε το αυτοκίνητο να σταματά και πόρτες να κλείνουν. "Πανάθεμά τους" σκέφτηκε..."ήρθαν πιο γρήγορα από όσο περίμενα". Πήρε μια βαθιά ανάσα και με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέμοντας σχεδόν, μα και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, πανέτοιμη να προϋπαντήσει τους νεοφερμένους.
Εκείνη τους είχε τηλεφωνήσει όταν έφυγαν τα παιδιά. Δεν πίστευε στα αυτιά της όταν άκουσε τι ζητούσε η Ελπίδα. Η γνώριμη διεύθυνση στο μενταγιόν έκανε τις σκέψεις της να τρέχουν ασταμάτητα. Σε λίγο είχε πάρει τις αποφάσεις της. 

Έπρεπε να τηλεφωνήσει, μια και ήταν βαθιά μπλεγμένη σε αυτή την υπόθεση. Μπορούσε όμως να τους τη φέρει. Να τους παραπλανήσει μια τελευταία φορά. Ας τη σκότωναν δεν την ένοιαζε πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει μια ευκαιρία ο Ανέστης της στη ζωή. Είδε πώς κοίταζε την Ελπίδα. Αναγνώρισε στο βλέμμα του τα σημάδια που νόμιζε πως είχε πια ξεχάσει. Μικρό κορίτσι ήταν, απαίδευτο ακόμα, όταν έπεσε στα χέρια της Λεγεώνας. Μόλις είχε πάρει το δίπλωμά της. Μαία ήταν η Μάρθα και ψάχνοντας για δουλειά, έμπλεξε στο σκοτεινότερο κύκλωμα που μπορούσε να φανταστεί. Η Λεγεώνα έγινε ο βραχνάς της και η κατάρα που τη σημάδεψε βαθιά όλα αυτά τα χρόνια. Κι ένας έρωτας τη σημάδεψε τότε, μα εκείνος χάθηκε ξαφνικά όταν προσπάθησε να τα βάλει μαζί τους. Ο Ανέστης της ήταν ό, τι απέμεινε να της θυμίζει, πως κάποτε και για λίγο, είχε κι αυτή μια ευκαιρία να γλιτώσει από όλα, να λυτρωθεί.

Τους είχε παραπλανήσει πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Χάρη σε αυτή είχαν γλιτώσει πολλά παιδιά. Μα και πόσα άλλα χάθηκαν σκέφτηκε κι ένας οξύς πόνος τη διαπέρασε και την έσκισε θαρρείς στα δυο. Ήρθε η ώρα να κλείσει αυτός ο κύκλος της ντροπής, αποφάσισε καθώς άρχισε να δίνει τις ψεύτικες πληροφορίες στους άντρες. Ένιωθε πως τα γεγονότα έτρεχαν πια. Ε, λοιπόν εκείνη θα έβαζε αυτούς να τρέχουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτά. 

Η Ισιδώρα για άλλη μια φορά πήγαινε να βρει το Μιχάλη. Το τηλεφώνημα που έλαβε από τη Μάρθα, όσα άκουσε, την έπεισαν πως όλα έπρεπε να τελειώσουν εδώ. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, έπρεπε να μπει μια τελεία σε αυτή την υπόθεση. Μόνο αυτή μπορούσε να τους σώσει, μια και μόνο αυτή ήξερε τον σύνδεσμο που θα τους οδηγούσε στην Οργάνωση. Έπρεπε να δει την Ελπίδα. Έπρεπε να τη σώσει. Ειδικά εκείνη! Ο Μιχάλης είχε υποσχεθεί να βοηθήσει με κάθε τρόπο. Κι εκείνη ήξερε πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

Από μακριά ακόμα άκουσε τις σειρήνες. Σε λίγο τα φώτα από τα περιπολικά την προσπέρασαν. Ένα κακό προαίσθημα την κυρίευσε και άρχισε να τρέχει. Μόλις ζύγωσε στο καφενείο τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο. Παντού βρίσκονταν αστυνομικοί και οι φάροι των περιπολικών έλουζαν, με ένα απόκοσμο φως που μόνο κακά μαντάτα προμηνούσε, την τόσο γνώριμη γειτονιά του Μιχάλη...

Μικρές ζωές

H Ισιδώρα πέρασε με δυσκολία μέσα από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη. "Chicago γίναμε" άκουσε να λέει δίπλα της ένας ηλικιωμένος κουνώντας περίλυπα το κεφάλι του. Γύρισε και τον κοίταξε καθώς αυτός συνέχιζε το παραμιλητό του, "βέβαια τι περιμένεις αφού μαζεύτηκαν εδώ οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ"; "Άκουσα ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Χρωστούσε ο κυρ Μιχάλης. Είχε μπλέξει με τζόγο και τον φάγανε οι τοκογλύφοι" άκουσε να λέει συνωμοτικά μια κυρία στη διπλανή της. Η Ισιδώρα δεν άντεχε να τους ακούει. Σκουντώντας και σπρώχνοντας βρέθηκε μπροστά στην κορδέλα της αστυνομίας που είχε τοποθετηθεί γύρω από το μαγαζί του κυρ Μιχάλη. "Τι συνέβη;" ρώτησε έναν αστυνομικό. "Κάντε πιο πίσω κυρία μου. Είστε σε χώρο εγκλήματος" της απάντησε απότομα ο νεαρός αστυνομικός. "Τι συνέβη;" ξαναρώτησε η Ισιδώρα πιο απότομα αυτή τη φορά. "Είμαι φίλη του ιδιοκτήτη. Είναι καλά; Τι συνέβη; Απαντήστε μου". 

Ο απότομος νεαρός αστυνομικός μαλάκωσε ξαφνικά."Είστε φίλη του είπατε; Άγνωστοι τον πυροβόλησαν. Δε γνωρίζουμε ακόμα πολλά. Το θύμα έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η ομάδα μας ερευνά τον χώρο και παίρνει καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Ίσως θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε και εσείς αφού γνωρίζατε το θύμα. Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική σε τέτοιες περιπτώσεις. Καλύτερα όμως να μιλήσετε με τον επιθεωρητή που έχει αναλάβει την υπόθεση. Είναι ο αστυνόμος Γεωργίου." είπε ο νεαρός αστυνομικός δείχνοντας της έναν κύριο που στεκόταν δίπλα από την πόρτα του καφενείου και κοιτούσε με ενδιαφέρον το πάτωμα. Έκανε να προχωρήσει προς το μέρος του αλλά μετά πρόσεξε τι παρατηρούσε με τόση προσοχή. Μια λίμνη αίματος  και δίπλα τρεις κάλυκες από σφαίρες. Σφαίρες που ίσως να στερούσαν τη ζωή του Μιχάλη. Του Μιχάλη που δεν είχε φταίξει σε τίποτα αλλά είχε πληρώσει για τα πάντα. 

Πλησίασε αποφασισμένη τον επιθεωρητή και με δυνατή φωνή που τον ξάφνιασε είπε "Γνώριζα το θύμα και θέλω να καταθέσω". Ο επιθεωρητής γύρισε και την κοίταξε απορημένος. Ναι δεν είχε αμφιβολία πώς μπορεί να γνώριζε το θύμα αλλά δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα να τον βοηθήσει. Η υπόθεση ήταν πολύ περίεργη και αυτός  δεν είχε καθόλου χρόνο για να τον σπαταλήσει σε γέρικες ανοησίες και μοιρολόγια. Παρόλα αυτά κάτι του έλεγε πώς έπρεπε να ακούσει αυτή την ηλικιωμένη με τα όμορφα υγρά μάτια. "Περιμένετε μισό λεπτό" της είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του καφενείου για να συνομιλήσει με τους άλλους αστυνομικούς που ερευνούσαν τον χώρο. Η Ισιδώρα που είχε έρθει αποφασισμένη να τα ομολογήσει όλα ξαφνικά δείλιασε και άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω. Τι θα έλεγε; Ότι ένα κύκλωμα εμπορίας παιδιών αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Μιχάλη; Ότι ένα κύκλωμα τους εκβιάζει; Ένα κύκλωμα στο οποία είναι μπλεγμένη και αυτή; Και η Ελπίδα; Και ο Φώτης και η Νάντια και τόσοι άλλοι; Ένα κύκλωμα που θα τους σκοτώσει εάν τους προδώσει. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι αυτή τη στιγμή σίγουρα την παρακολουθούσαν. Μια κάννη όπλου ήταν σίγουρα στραμμένη πάνω της περιμένοντας τη στιγμή που θα πάει να ανοίξει το στόμα της. Δεν τους φοβόταν, ούτε για τη ζωή της νοιαζόταν πια αλλά μια αρχέγονη δύναμη αυτοσυντήρησης την έκανε να το βάλει στα πόδια. Μπλέχτηκε μέσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί από περιέργεια και άρχισε να τρέχει με πρωτοφανή για την ηλικία της δύναμη.

Αγάπης 33. Καθώς παρκάρανε το αυτοκίνητο η Ελπίδα δε μπόρεσε να μη σκεφτεί το πόσο ειρωνικό ήταν που το σπίτι που ίσως να γινόταν ο τάφος της ήταν στην οδό Αγάπης. Δε το είχε σκεφτεί ποτέ αλλά πλέον ήταν σίγουρη ότι ο Φώτης είχε επιλέξει το συγκεκριμένο σπίτι λόγω της ονομασίας του δρόμου. Ο γλυκός, ρομαντικός της Φώτης. Στη θύμηση του δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. "Οχι" σκέφτηκε "δε μπορείς να λυγίσεις τώρα". Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Σήκωσε το τρίτο πλακάκι αριστερά του τοίχου με τα ρολόγια μέτρησης της ΔΕΗ και από κάτω βρήκε το κλειδί του διαμερίσματος. Όταν έπιασε το κλειδί στο χέρι της ήταν σαν να επικοινώνησε ξανά με τον Φώτη "Θεέ μου κάνε να είναι ζωντανός" ευχήθηκε καθώς τοποθετούσε το πλακάκι πίσω στη θέση του με προσοχή. Ο Ανέστης την κοιτούσε απορημένος. "Έλα πάμε πάνω" του είπε ζεστά. Θα στα εξηγήσω όλα".

Ανεβήκανε στο τρίτο όροφο και ανοίξανε την πόρτα του διαμερίσματος. Το διαμέρισμα δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Ανέστης. Περίμενε να αντικρίσει μια γιάφκα, έναν άδειο  χώρο σαν αποθήκη και αντ' αυτού βρήκε έναν χώρο έτοιμο να υποδεχτεί ένα νεόνυμφο ζευγάρι. Ο Φώτης είχε προσέξει και την τελευταία λεπτομέρεια. Είχε ακόμα και κάδρα στους τοίχους. Η Ελπίδα δεν απόρησε με την πληρότητα του σπιτιού. "Ξέρεις, όταν σου έχει λείψει τόσο πολύ ένα σπίτι όσο στα παιδιά που μεγαλώσαμε σε ιδρύματα τότε προσπαθείς να δημιουργείς σπιτικά όπου και εάν πηγαίνεις. Σαν να προσπαθείς να ξορκίσεις το κακό που σου κάνανε. Σαν να προσπαθείς να επανορθώσεις για όλες τις ελλείψεις της παιδικής σου ηλικίας. Κάθισε, έχουμε να πούμε πολλά" του είπε ενώ ταυτόχρονα έψαχνε στα ντουλάπια. Δεν είχε φάει τίποτα εδώ και δύο μέρες. Δεν πεινούσε αλλά ήξερε πώς οι καταστάσεις απαιτούσαν να έχει όλες τις δυνάμεις της. Έβγαλε δυο κονσέρβες με φασόλια, τις άδειασε σε δύο πιάτα και τα έβαλε να ζεσταθούν στο φούρνο μικροκυμάτων. Ζεστό φρεσκομαγειρεμένο φαγητό κονσέρβας για σήμερα! Είπαμε, η ανάγκη για τη ψευδαίσθηση της οικογένειας είναι πολύ έντονη σε μας τα ορφανά" είπε ειρωνικά και με πικρία η Ελπίδα. "Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα" της είπε ο Ανέστης καθώς έπαιρνε θέση δίπλα της στο τραπέζι. "Σε τι ιστορία είσαι μπλεγμένη;"

"Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο" ξεκίνησε να αφηγείται η Ελπίδα βάζοντας ταυτόχρονα μια γενναία μπουκιά από φασόλια στο στόμα της. Ο Φώτης και η Νάντια ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι. Ορφανοί και αυτοί ή μάλλον καλύτερα αγνώστων στοιχείων! Αυτούς δεν τους πείραζε. Είχαν αποδεχτεί ότι δε θα βρουν ποτέ τους γονείς τους. Νομίζω ότι δεν τους ένοιαζε κιόλας! Εγώ, όμως...Ήθελα να βρω από που κατάγομαι! Τότε ήταν που μπλέχτηκα με τη Λεγεώνα. Μου υποσχέθηκαν ότι θα μου βρίσκαν τους γονείς μου. Ότι ξέρανε ποιοι ήτανε! Εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να τους κάνω μια "εξυπηρέτηση". Εγώ τους έμπλεξα και τους άλλους δύο. Αυτοί δε θέλανε να μπλέξουν με τη Λεγεώνα.. Και τώρα μπορεί να είναι και οι δύο νεκροί εξαιτίας μου. Ο Φώτης με παρακαλούσε να το σκάσουμε. Είχε βγάλει ακόμα και πλαστές ταυτότητες για να φύγουμε στο εξωτερικό, να φτιάξουμε τη ζωή μας. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Έπρεπε να βρω τις ρίζες μου. Με καταλαβαίνεις;" ρώτησε γεμάτη αγωνία τον Ανέστη. Είχε τόση μεγάλη ανάγκη από παρηγοριά. Τόσο μεγάλη ανάγκη να της πει κάποιος ότι δε φταίει.

Μη κουνιέστε κύριε Μιχάλη σε λίγο έρχεται ο γιατρός είπε η γλυκιά νοσοκόμα. Είχε αρχίσει να επανέρχεται από τη νάρκωση αλλά ακόμα ήταν ζαλισμένος. Θυμάται ότι κάποιος τον φώναξε και μετά θυμάται έναν οξύ πόνο στη κοιλιά του και κάτι ζεστό να τρέχει ανάμεσα από τα χέρια του. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο νεαρός γιατρός. "Μπορείτε να μας αφήσετε για λίγο μόνους με τον ασθενή, δεσποινίς;". Η νεαρή νοσοκόμα βγήκε αμέσως έξω από το δωμάτιο. "Πώς είναι ο αγαπημένος μου καφετζής;" είπε ο νεαρός  γιατρός και έσκυψε πάνω από τον κυρ- Μιχάλη. "Είσαι σκληρό καρύδι τελικά εσύ" του είπε φιλικά. Αλλά τίποτα πάνω του δεν ήταν φιλικό. Τα μάτια του ήταν ψυχρά και είχε αυτό το παγωμένο βλέμμα που ο κυρ-Μιχάλης είχε συναντήσει πολλές φορές τις τελευταίες μέρες... 

Όλα αλλιώς...

Ο κ. Μιχάλης είχε χάσει και το ελάχιστο χρώμα που είχε στο πρόσωπο του»πάει, ήρθε το τέλος μου, σκέφθηκε και έκλεισε τα μάτια του.
«Κυρ Μιχάλη μη φοβάσαι», άκουσε την ίδια φωνή, αλλά με άλλη χροιά, κανονική, ανθρώπινη.
«Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω ή καλύτερα για σας βοηθήσω.  Αλλιώς τα υπολογίζαμε, αλλά μας πρόλαβαν οι εξελίξεις και πρέπει να βιαστούμε.»
Η έκπληξη του κ.Μιχάλη ήταν μεγάλη, το μυαλό του έτρεχε με ταχύτητα φωτός, ενώ οι ερωτήσεις μέσα του όλο και πολλαπλασιάζονταν. «Μα..» πήγε να ξεκινήσει ..
«όλα στην ώρα τους κ.Μιχάλη» του είπε ο γιατρός. «Γλύτωσες από θαύμα, ευτυχώς τα τραύματα σου ήταν επιπόλαια, απλά ήθελαν να σε εκφοβίσουν, για να μείνεις μακριά από αυτή την ιστορία. Πάντως Άγιος σε φύλαξε, άνθρωπε μου και μαζί με σένα και όλους τους άλλους. Βλέπεις ασχολήθηκαν μαζί σου και έδωσαν χρόνο για κάποιες σωστές κινήσεις από τους άλλους.»
Ποιος είσαι; Ποιους άλλους λες; Ήθελε να φωνάξει ο κ. Μιχάλης. Ποιους εννοεί; την Ισμήνη; Την Ελπίδα; Και ποιους άλλους;

«Ε..!!!! Καλέ μου άνθρωπε πρέπει να φύγουμε το συντομότερο από εδώ, κινδυνεύουμε και οι τρεις…εσύ, η νοσοκόμα και εγώ... βλέπεις δεν είμαι γιατρός… σκέψου πως το μόνο που θέλω είναι να σας βοηθήσω... σε παρακαλώ δείξε μου εμπιστοσύνη και μετά θα σου τα εξηγήσω όλα.»
Οκ. Μιχάλης ζύγιασε το νεαρό, με το βλέμμα και την εμπειρία των χρόνων και της δουλειάς του. Ένα πρόσωπο με μάτια μεγάλα, καθαρά, που τον κοιτούσαν στα μάτια με βλέμμα παρακλητικό, αλλά και αποφασιστικό. Ένιωσε  ειλικρίνεια να εκπέμπει το παλικάρι και άλλωστε τι είχε να χάσει, έτσι όπως είχε μπλέξει;
Η επόμενη επίσκεψη, μπορεί να ήταν από τη Λεγεώνα.
«Θεέ μου, σκέφθηκε, στάσου δίπλα μου και σε παρακαλώ φώτισε με, να πάρω την σωστή απόφαση, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τόσους άλλους.»
Σε δευτερόλεπτα στράφηκε στον νεαρό και του είπε: «Ναι νομίζω πως μπορώ να σε ακολουθήσω. Βέβαια το χέρι είναι μπαταρισμένο, αλλά δεν νομίζω να με βάλεις να σκάψω, προσπάθησε να αστειευτεί.»
«Μη φοβάσαι εκεί που θα πάμε θα έχεις φροντίδα. Τώρα σήκω σιγά σιγά και να σε βοηθήσω να βάλεις αυτή τη στολή χειρούργου.»
Αφού τελικά τον έντυσε με γρήγορες και προσεκτικές κινήσεις, του έβαλε το ειδικό σκουφί και ένα ζευγάρι γυαλιά.Τον κοίταξε καλά - καλά  και έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.
Ο κ. Μιχάλης, μέσα στην αγωνία του και στην πίεση, βρήκε να γελάσει με τον εαυτό του.. «για σκέψου !πάντα ήθελα να γίνω χειρουργός και ξαφνικά έστω και για άλλους λόγους, φαίνομαι σαν είμαι κανονικός. Μη ξεχάσω να πω στο παλικάρι να με βγάλει μια φωτογραφία... αν τελικά, ζήσω να την έχω να γελάω..» Τι ψυχή ο κ. Μιχάλης!
Στην συνέχεια, ο υποτιθέμενος γιατρός έλεγξε προσεκτικά τον διάδρομο και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν άδειος, συνόδευσε τον κ.Μιχάλη στο ασανσέρ και του είπε να κατέβει στο υπόγειο γκαράζ και να τον περιμένει σε μια γωνιά.

Κατόπιν  ο ίδιος πήγε στη στάση των νοσηλευτών ,ευχαρίστησε την νοσοκόμα, της είπε να πει ότι εκείνη έκανε κανονικά τη νοσηλεία της και τίποτα παράξενο δεν είδε, αν ερωτηθεί.. και σίγουρα ότι δεν ήξερε ότι ο κ.. Μιχάλης, δεν ήταν πια στο δωμάτιο του.
Την εμπιστευόταν, ήταν ψύχραιμη και θα τα κατάφερνε.

Εκείνη του έδωσε έναν μαύρο χαρτοφύλακα, πήρε τη στολή γιατρού και του ευχήθηκε καλή τύχη και ότι πάντα θα μπορούν να υπολογίζουν σ΄ εκείνη.
Στην συνέχεια ο νεαρός κατέβηκε στο υπόγειο. Βρήκε τον κ.Μ. και αφού επιβιβάστηκαν σε ένα γρήγορο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια έφυγαν και πέρασαν με απόλυτη άνεση την πύλη του νοσοκομείου.
Μόλις ο νεαρός βγήκε στη λεωφόρο, ανέπτυξε ταχύτητα. Τότε μόνο στράφηκε στον συνεπιβάτη του και  του είπε : «Πάρε το φάκελο και θα τον ανοίξεις μόνο εκεί που θα σε πάω, όλα όσα χρειάζεστε και ακόμα περισσότερα είναι εδώ μέσα, δείχνοντας τον μαύρο φάκελο. Όχι δεν είναι σαν τους άλλους φακέλους, τον πρόλαβε…αυτός έχει καλό περιεχόμενο .
Μη φοβηθείς εκεί όλοι  θα είστε ασφαλείς και μέχρι το ξημέρωμα  ακόμα ασφαλέστεροι.
Για τη γυναίκα σου, μην ανησυχείς. Της έχουμε μιλήσει μέσες – άκρες, ξέρει πως είσαι καλά και την στείλαμε στην αδελφή της στην Καστοριά για λίγες μέρες…και  κυρ- Μιχάλη σ΄ ευχαριστώ πολύ…θέλω να ξέρεις πως είναι πολύ γενναίο αυτό που κάνεις.»
«Τ΄ όνομα σου παλικάρι μου?»  ρώτησε ο κυρ – Μιχάλης?
«Όχι ακόμα, όταν όλοι θα είμαστε ασφαλείς και ήδη θα ξέρεις πολλά, θα μάθεις και αυτό…
Τώρα για να ηρεμήσεις λιγάκι, σου λέω πως πάμε στην Ελπίδα.»
Η καρδιά του καλοσυνάτου μεσήλικα σφίχτηκε….μακάρι να ήταν καλά το κορίτσι.
Πραγματικά σε λίγα λεπτά ο κυρ. Μιχάλης χτυπούσε το κουδούνι στο διαμέρισμα της φρυκτωρίας της οδού Αγάπης, που βρισκόταν η Ελπίδα με τον  Ανέστη.
Η Ελπίδα  πάνιασε από το φόβο της. Πως στο καλό τους ανακάλυψαν?
Ο Ανέστης πιο ψύχραιμος, πλησίασε την πόρτα και άκουσε τον άνθρωπο που έβλεπε από το μάτι,  να ζητά παρακλητικά στην Ελπίδα να του ανοίξει. Πλησίασε και το κορίτσι και με μεγάλη της έκπληξη, αναγνώρισε τον κυρ Μιχάλη. Άνοιξε βιαστικά τη πόρτα και τον τράβηξε μέσα και τον έβαλε να καθίσει στο σαλόνι.

Οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, από το κορίτσι.. «Πως είσαι? Γιατί είσαι ντυμένος ‘ετσι? Πως μας βρήκες?»
«Ήρεμα, παιδί μου, ησύχασε και θα στα πω όλα…..μη φοβάσαι, υπάρχουν άνθρωποι που σας προστατεύουν, όλα θα πάνε καλά..»
Η ένταση των τελευταίων ωρών, η δολοφονία της πολυαγαπημένης της Νάντιας, έγιναν κύμα και έπνιξαν το κορίτσι, που ξέσπασε σε κλάματα…και μέσα από τους λυγμούς της , έλεγε στους 2 άντρες «δεν θα σωθούμε» «κανένας δεν σώνεται από αυτούς»

Ο καλός καφεντζής, ένιωσε να σχίζεται η ψυχή του στα δυο, βλέποντας την κοπέλα, ένα κουρέλι, κυριολεκτικά….ενώ ο Ανέστης κοιτούσε και τους δυο απορημένος και το μόνο που ήθελε, ήταν να πάρει την Ελπίδα αγκαλιά και να μην αφήσει κανέναν φόβο πια να την σκιάσει , κανένα δάκρυ, πέρα από χαράς, να μην ξανατρέξει από αυτά τα υπέροχα μάτια.
‘Άκου κορίτσι μου» είπε ο κΜ και την πήρε με το γερό χέρι αγκαλιά από τους ώμους που τραντάζονταν από τους λυγμούς…  «σε αυτή τη ζωή δεν υπάρχει μόνο κακό, υπάρχει και καλό και πρέπει να το πιστεύουμε, όσα κι αν έχουμε περάσει.»
«Ο άνθρωπος που μ΄ έφερε εδώ, μου είπε ότι σε λίγο θα έχουμε κι άλλες επισκέψεις, ευχάριστες βέβαια, και τότε όλοι μαζί, θα ανοίξουμε την βαλίτσα. Εκτός από οδηγίες για το  πως θα κινηθούμε, υπάρχουν εξηγήσεις με στοιχεία για το πώς βρεθήκαμε εδώ και  ένα δώρο για σένα…..έτσι μου είπε.»
«Τώρα σα καλό κορίτσι που είσαι, άντε νίψου και ελάτε να με βοηθήσετε να ξαπλώσω, γιατί κουράστηκα…..βλέπεις γέρος άνθρωπος είμαι, δεν μπορώ να το παίζω Σέρλοκ Χόλμ…»
Η Ελπίδα έκανε όπως της είπε…μετά το ξέσπασμα, ένιωθε μια απίστευτη δύναμη και αισιοδοξία και για πρώτη φορά, το συναίσθημα που είχε για όνομα…ελπίδα!

Πάνω που είχε πάει στη κουζίνα, να φτιάξει ένα χαμομήλι για τον «καφετζή της», αφήνοντας τους 2 άντρες στο σαλόνι, χτύπησε πάλι το κουδούνι.
Αυτή τη φορά με λιγότερο φόβο, αλλά και πάλι νιώθοντας φτερουγίσματα στην καρδιά της, πλησίασε την πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη την άνοιξε αμέσως και κοιτούσε αποσβολωμένη τους επισκέπτες.

Ο Ανέστης, ξεφώνησε: «Μάνα τι ζητάς εδώ? Και η κυρία ποια είναι;»
Ο Μιχάλης και η Ελπίδα αλληλοκοιτάχθηκαν με το στόμα ανοικτό.... τι δουλειά είχε εδώ η Ισιδώρα και  που γνώριζε τη μάνα του Ανέστη;...

….κάνοντας όλοι την ίδια σκέψη, γύρισαν και κοίταξαν τη μαύρη βαλίτσα... που περίμενε υπομονετικά στο τραπέζι του σαλονιού, να τους αποκαλύψει αυτά που είχε στο εσωτερικό της.
Ο κ. Μιχάλης έβγαλε το κλειδί από τη τσέπη του  και ένα χαρτάκι με τον συνδυασμό και το έδωσε στην Ελπίδα…

πηγή

Η αλήθεια του τέλους

Όλοι μαζί στέκονται στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματος της οδού Αγάπης 33. Χαίρονται που είναι όλοι καλά και προπαντός ζωντανοί. Η σκέψη τους πάει στην Νάντια που τόσο άδικα χάθηκε. Κοιταζόντουσαν σαν να περίμεναν κάποιος να τους πει όλη την αλήθεια. Ένοιωθαν πως το τέλος είχε φτάσει. Το τέλος για αυτούς ή για την Λεγεώνα; Μα τι ήταν αυτοί μπροστά της. Ασήμαντα πιόνια στο παιχνίδι της. Αν δεν είναι αυτοί, τότε θα είναι κάποιοι άλλοι. Απλοί στρατιώτες. 

Κάθονται όλοι και τοποθετούν την μαύρη βαλίτσα στο τραπεζάκι. Κανείς δεν κάνει την κίνηση να την ανοίξει. Είναι τόσα ακόμα τα ερωτήματα ακόμα και χωρίς αυτήν. 
Ποιος ήταν αυτός ο νεαρός που τους την έδωσε και γιατί;
Έπρεπε να τον εμπιστευτούν;
Αν ήταν από τους άλλους;

Σκέψεις περνούσαν με ιλιγγιώδης ρυθμούς από ολονών τα μυαλά. Κανείς όμως δεν τολμούσε να τις ξεστομίσει. Κρύος ιδρώτας τους έλουζε και μια ταχυπαλμία που θαρρείς συντόνιζε τις καρδιές τους που ήταν έτοιμες να εκραγούν.
Και ξαφνικά...

Μα ποιος είναι στην πόρτα;
Ένα ρίγος τους διαπέρασε, η σκέψη τους σκόρπισε και η καρδιά τους σταμάτησε στο άκουσμα του κουδουνιού. Πριν προλάβουν να κοιταχτούν η Μάρθα σαν ελατήριο σηκώθηκε και με κινήσεις γρήγορες, αλλά αθόρυβες κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Ο Ανέστης προσπάθησε να την εμποδίσει μα μάταια. 

- Είναι ένας άντρας... είπε με τα μάτια γουρλωμένα.

Ο κυρ Μιχάλης ανασηκώθηκε και με το χέρι του να κρατά τα τραύματά του κατευθύνθηκε μέχρι την πόρτα. Ένας δεύτερος χτύπος του κουδουνιού του έκοψε τα πόδια και τον έκανε να κοντοσταθεί για λίγο. Αναθάρρεψε και κοίταξε από το ματάκι.
Μα ήταν αυτός... 
- Μα για κάτσε... μονολόγησε. Τα μάτια του γέμισαν απορία. Ήταν ο νεαρός που έρχονταν στο καφενείο του στην αρχή ή είναι ο....

Έκατσε λίγο στην καρέκλα δίπλα του. Ένας τρίτος χτύπος του κουδουνιού τους επιβεβαίωσε ότι ο άντρας που στεκόταν έξω από την πόρτα τους ήξερε ότι είναι μέσα. Το θέμα ήταν αν είναι φίλος ή εχθρός. Αν και λίγη σημασία είχε πια. Έπρεπε να του ανοίξουν.

Όλοι κοιτούσαν τον κυρ Μιχάλη που καθόταν σκεφτικός στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα. Ζητούσαν μια απάντηση.

- Ανοίξτε του... είπε δυνατά. 

Και με μια αποφασιστική κίνηση όρμισε, γύρισε το πόμολο της πόρτας και άφησε τον νεαρό άντρα να μπει μέσα στο δωμάτιο.

Ο άντρας με ένα παγωμένο χαμόγελο περπάτησε μέσα στο δωμάτιο. Η Ελπίδα μόλις τον είδε έτρεξε στην αγκαλιά του. Δεν άργησε να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ζούσε. Μα γιατί όμως τόσο καιρό σιωπή; Ο Ανέστης κοιτούσε παγωμένος και πνιγμένος στην ζήλια. Δεν ήταν δική του, αλλά δεν ήθελε να είναι κανενός. Ήταν ο Φώτης... Ήταν ο νεαρός που είχε εξαφανιστεί, αυτός που νοίκιαζε το διαμέρισμα, αυτός που...

- Κυρ Μιχάλη θα καταλάβατε βέβαια ποιος είμαι; τον ρώτησε χαμογελώντας.

Ο κυρ Μιχάλης έξυσε αφηρημένα το κεφάλι του. Τα είχε τόσο μπερδεμένα. Και ο πόνος απ΄τις πληγές τους δεν τον βοηθούσε καθόλου. Σκέφτεται. Είναι ο ίδιος άντρας που με φυγάδευσε από το νοσοκομείο. Μα πως είναι δυνατόν να μην τον αναγνώρισα τότε; Πως είναι δυνατόν να μην αναγνώρισα πως ο άντρας που με έσωσε, ήταν ο χλωμός νεαρός που ερχόταν στο καφενείο μου και μετά εξαφανίστηκε;

- Είσαι εσύ... ήσουν στο καφενείο μου, αλλά ήσουν και στο νοσοκομείο, του είπε σχεδόν τρέμοντας.

Ο Φώτης έκατσε στο κέντρο του γωνιακού καναπέ και τράβηξε προς το μέρος του τον χαρτοφύλακα.

- Δεν τον ανοίξατε βλέπω. Θα έχετε απορίες. Απόψε θα σας λυθούν όλες.

Ανοίγοντας τον χαρτοφύλακα και βγάζοντας κάποια χαρτιά ξεκίνησε να τους εξιστορεί την αλήθεια.

- Εξαφανίστηκα. Όχι επειδή δεν σας αγαπώ ή επειδή έπαθα κακό, είπε κοιτάζοντας την Ελπίδα. Αυτή χαμογέλασε σχεδόν ερωτικά και έκανε την καρδιά του Ανέστη να σφιχτεί.
- Εξαφανίστηκα επειδή βρήκα τους γονείς μου. Τους είχα βρει χρόνια πριν δηλαδή αλλά δεν έπρεπε να πω τίποτα σε κανέναν. Απορία γέμισε όλων τα μάτια. Κρέμονταν από τις λέξεις του.
- Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πριν χρόνια λοιπόν, εντελώς τυχαία μέσα στο μετρό, είδα έναν άντρα που μου έμοιαζε καταπληκτικά, μόνο που ήταν περίπου 15 χρόνια μεγαλύτερός μου. Με κοίταξε και αυτός. Και έτσι όπως κοιταζόμασταν στα μάτια, ξέραμε... Ήταν ο πατέρας μου. 
Πήγα του μίλησα και τελικά αποδείχτηκα πως είχα δίκαιο. Οι λόγοι που βρέθηκα στο ορφανοτροφείο οι γνωστοί. Καρπός νεανικού έρωτα που η κοινωνία δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Η ειρωνεία της τύχης όμως ήταν ότι τελικά οι γονείς μου έπειτα, μόλις ενηλικιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια. Όμως δυστυχώς έχασαν τα ίχνη μου διότι η Λεγεώνα μας μετέφερε σε άλλο ορφανοτροφείο. 
Ο πατέρας μου ήταν και είναι αστυνομικός. Μόλις του εξήγησα τον τρόπο που δρουν αποφάσισε να με βοηθήσει. Αλλά τι να σου κάνει ένας απλός αστυνομικός. Ο διοικητής του μίλησε με κάποιον από την Ιντερπόλ και έτσι έστειλαν τον σύνδεσμό τους στην Ελλάδα για να βοηθήσει να εξαρθρωθεί η οργάνωση αυτή. 
Για χρόνια μαζεύαμε στοιχεία, ότι τους έδινα εγώ και ότι ανακάλυπτε ο Φράνς ψάχνοντας στα αρχεία των ορφανοτροφείων, στα ληξιαρχεία, στα μαιευτήρια. Έπειτα στάλθηκαν και σε άλλες πόλεις κρυφοί της Ιντερπόλ και η προσπάθεια άρχισε να οργανώνετε. Μερικά από αυτά τα στοιχεία βρίσκονται φωτοτυπημένα μέσα σε αυτήν εδώ την τσάντα. Σας τα έδωσα ώστε να καταλάβετε πως δεν είστε μόνοι σας και ότι το τέλος της Λεγεώνας πλησιάζει. Ήδη έχουν συλληφθεί κάποιοι και ανακρίνονται. Όσο για σας μη φοβάστε. Έχετε μπει, όπως κι εγώ δηλαδή σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Θα βοηθήσετε στην δίκη ώστε να καταδικαστούν. Το κακό είναι όμως πως θα πρέπει να αφήσουμε την Αθήνα. Μας έχουν νοικιάσει σπίτια για όλους σε κάποιο νησί. Είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε. Αλλιώς δεν θα μπορούν να μας προστατεύσουν.

Το κάθε μυαλό μέσα στο δωμάτιο σκεφτόταν διαφορετικά. 
Η Ελπίδα ανακουφισμένη σκεφτόταν μια ζωή πλάι στον αγαπημένο της Φώτη. Κάτι παρόμοιο σκεφτόταν και ο Φώτης. Ερωτευμένοι για χρόνια που όμως οι καταστάσεις δεν τους επέτρεπαν ούτε ρομάντζα, ούτε καν ερωτικές εξομολογήσεις.
Ο κυρ Μιχάλης σκεφτόταν το καφενείο του, αλλά χαιρόταν που επιτέλους θα ήταν μαζί με την Ισιδώρα. 
Η Ισιδώρα έβλεπε την ευκαιρία να κερδίσει ξανά την κόρη της. Το μόνο που έμενε ήταν να της το ομολογήσει πως ήταν η μητέρα της.
Η Μάρθα ανακουφισμένη αλλά βαθιά ενοχική σκέφτηκε πως θα προσπαθήσει να κάνει τα πάντα για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες της. 
Και ο Ανέστης; Ο Ανέστης μόνος... ένοιωθε πως η Ελπίδα δεν θα ήταν τελικά η ελπίδα του. Το ένιωθε. Έβλεπε τον έρωτά της για τον Φώτη. Μελαγχόλησε. Αλλά μια νέα αρχή τον περίμενε. Που ξέρεις... ίσως και ένας νέος έρωτας.

Η ζωή είναι μια μάχη. Μια μάχη με τον εαυτό μας. Μια μάχη να μην χαθούμε από την ανθρωπιά μας, από τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Μια μάχη για να αγαπάμε περισσότερο. 
Κάθε μέρα πρέπει να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι. Να μην μολύνουμε αυτόν τον τόπο με την παρουσία μας. Να μπορούμε να ανθίζουμε ακόμα και μέσα στην άμμο, να βλέπουμε ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, να ελπίζουμε ακόμα και μπροστά στο στερνό φιλί.
Όσο αντίξοες και να είναι οι συνθήκες που ζούμε πρέπει να παλεύουμε για την αγάπη. Γιατί ο πόλεμος για την αγάπη είναι ο μόνος πόλεμος που και οι δύο πλευρές είναι κερδισμένες.

ΤΕΛΟΣ

πηγή